ἐρυσίβη: Difference between revisions

From LSJ

Δύναται τὸ πλουτεῖν καὶ φιλανθρώπους ποιεῖν → Being rich can even produce a social conscience → Animos nonnumquam humanos concinnant opes → Mitunter macht der Reichtum Menschen auch human

Menander, Monostichoi, 120
(4)
(2)
Line 18: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐρῠσίβη:''' [ῑ], ἡ ([[ἐρυθρός]]), [[ασθένεια]] των [[φυτών]], [[ιδίως]] του σιταριού, Λατ. [[robigo]], σε Πλάτ.
|lsmtext='''ἐρῠσίβη:''' [ῑ], ἡ ([[ἐρυθρός]]), [[ασθένεια]] των [[φυτών]], [[ιδίως]] του σιταριού, Λατ. [[robigo]], σε Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐρῠσίβη:''' (ῑ) ἡ тж. pl. медвяная роса (на пораженных спорыньей растениях, лат. [[robigo]]) Xen., Plat., Arst., Plut.
}}
}}

Revision as of 14:04, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐρῠσῑβη Medium diacritics: ἐρυσίβη Low diacritics: ερυσίβη Capitals: ΕΡΥΣΙΒΗ
Transliteration A: erysíbē Transliteration B: erysibē Transliteration C: erysivi Beta Code: e)rusi/bh

English (LSJ)

[ῑ Orph.L. 600], ἡ,

   A rust, in corn, Pl.R.609a ; αὐχμοὶ καὶ ἐ. Arist.HA553b20: pl., Pl.Smp.188b, X.Oec.5.18, Thphr.CP3.22.1, etc.    II title of Demeter in Lydia, Et.Gud.210.25.

Greek (Liddell-Scott)

ἐρῠσίβη: ῑ, ἡ, «νόσος τις (ἐξ) ἀέρος ἐπιγιγνομένη τοῖς φυτοῖς καὶ καρποῖς» (Ἡσυχ.), Λατ. robigo, ἰδίως προσβάλλουσα τὸν σῖτον, Πλάτ. Πολ. 609Α, ἔτι μᾶλλον τὴν κριθήν, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 14, 14· αὐχμοὶ καὶ ἐρ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 22, 3· ἐν τῷ πληθ., Πλάτ. Συμπ. 188Β, κτλ. - Κατὰ τὸν Θεόφρ. (π. Φυτ. Αἰτ. 3. 22, 2) ἡ δ’ ἐρυσίβη σαπρότης τις. - Κατὰ τὸν Σουΐδ. «ἐρυσίβη, θηρίδιόν τι ἐν τῷ σίτῳ γινόμενον, ὃ λυμαίνεται τὸν καρπόν. τινὲς νόσον ἐπιγινομένην τοῖς σπέρμασι. ἢ ἡ κονιορτώδης φθορὰ τοῦ σίτου». (Ἐκ τοῦ ἐρυθρός, ὃ ἴδε· πρβλ. μίλτος ΙΙΙ. Περὶ τῆς ποσότητος ἴδε Ὀρφ. Λιθ. 594).

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
nielle, rouille du blé.
Étymologie: ἐρεύθω.

Greek Monotonic

ἐρῠσίβη: [ῑ], ἡ (ἐρυθρός), ασθένεια των φυτών, ιδίως του σιταριού, Λατ. robigo, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

ἐρῠσίβη: (ῑ) ἡ тж. pl. медвяная роса (на пораженных спорыньей растениях, лат. robigo) Xen., Plat., Arst., Plut.