κατακίρνημι: Difference between revisions

From LSJ

τὸ πολὺ τοῦ βίου ἐν δικαστηρίοις φεύγων τε καὶ διώκων κατατρίβομαι → waste the greater part of one's life in courts either as plaintiff or defendant

Source
(2b)
(2b)
(No difference)

Revision as of 14:08, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατακίρνημι Medium diacritics: κατακίρνημι Low diacritics: κατακίρνημι Capitals: ΚΑΤΑΚΙΡΝΗΜΙ
Transliteration A: katakírnēmi Transliteration B: katakirnēmi Transliteration C: katakirnimi Beta Code: kataki/rnhmi

English (LSJ)

   A = κατακεράννυμι, in Pass., Longin.15.9, AP9.362.12, Iamb.in Nic.p.119P.:—also κατακηλ-κιρνάω, Id.Protr.21.ισ.

Greek (Liddell-Scott)

κατακίρνημι: ποιητικὸν ἀντὶ κατακεράννυμι, μιγνύω, μετριάζω, ἡ ὑγρότης κατεκίρνα τὸ ἄγαν θερμὸν Ἀλέξ. Ἀφρ.· Προβλ. 2, 70, καὶ Παθ., ῥητορικὴ κατακιρναμένη ταῖς ἐπιχειρήσεσι Λογγῖνος 15. 9· εὐωδία κατακιρναμένη τῷ περιέχοντι ἀέρι Κασσ. Προβλ. 35.

Greek Monolingual

κατακίρνημι (Α)
(ποιητ. τ.) βλ. κατακεράννυμι.

Russian (Dvoretsky)

κατακίρνημι: (только pass. κατακίρνᾰμαι) Anth. = κατακεράννυμι.