ἀκαταμάχητος: Difference between revisions

From LSJ

Μετὰ τὴν δόσιν τάχιστα γηράσκει χάρις → Post munera cito consenescit gratia → Gleich nach der Gabe altert äußerst schnell der Dank

Menander, Monostichoi, 347
(2)
(1)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀκαταμάχητος]], -ον) [[καταμάχομαι]]<br />[[εκείνος]] που δεν μπορεί να καταβληθεί, ο [[αήττητος]], ο [[ακατανίκητος]]<br />«ἀκαταμάχητα ὅπλα»<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που δεν αντικρούεται<br />«ακαταμάχητα επιχειρήματα».
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀκαταμάχητος]], -ον) [[καταμάχομαι]]<br />[[εκείνος]] που δεν μπορεί να καταβληθεί, ο [[αήττητος]], ο [[ακατανίκητος]]<br />«ἀκαταμάχητα ὅπλα»<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που δεν αντικρούεται<br />«ακαταμάχητα επιχειρήματα».
}}
{{elru
|elrutext='''ἀκαταμάχητος:''' непобедимый Luc.
}}
}}

Revision as of 14:12, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκαταμάχητος Medium diacritics: ἀκαταμάχητος Low diacritics: ακαταμάχητος Capitals: ΑΚΑΤΑΜΑΧΗΤΟΣ
Transliteration A: akatamáchētos Transliteration B: akatamachētos Transliteration C: akatamachitos Beta Code: a)katama/xhtos

English (LSJ)

ον,

   A unconquerable, LXX Wi.5.19, M.Ant.8.48, Men.Prot.p.4D., Ps.-Callisth.2.11.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκαταμάχητος: -ον, ἀκατανίκητος, Ψευδο-Λουκ. Φιλόπατρ. 8., Μ. Ἀντ. 8. 78.

Spanish (DGE)

-ον
invencible, inexpugnable ἀσπίδα ἀκαταμάχητον ὁσιότητα LXX Sap.5.19, τὸ ἡγεμονικόν M.Ant.8.48, (ἡ σοφία) ὅπλον ἐστὶν ἀκαταμάχητον Euagr.Pont.Schol.Pr.135.2, τεῖχος SEG 46.2011 (Palestina V/VI d.C.)
neutr. subst. τὸ ἀ. la inquebrantabilidad de los mandamientos de Dios, Didym.in Ps.cat.118.152.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀκαταμάχητος, -ον) καταμάχομαι
εκείνος που δεν μπορεί να καταβληθεί, ο αήττητος, ο ακατανίκητος
«ἀκαταμάχητα ὅπλα»
νεοελλ.
αυτός που δεν αντικρούεται
«ακαταμάχητα επιχειρήματα».

Russian (Dvoretsky)

ἀκαταμάχητος: непобедимый Luc.