κατάφαρκτος: Difference between revisions
From LSJ
ἀρετὰ γὰρ ἐπαινεομένα δένδρον ὣς ἀέξεται → for virtue that is praised grows like a tree, praised virtue will grow like a tree
(5) |
(2b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''κατάφαρκτος:''' -ον = [[κατάφρακτος]]. | |lsmtext='''κατάφαρκτος:''' -ον = [[κατάφρακτος]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κατάφαρκτος:''' заключенный, замурованный (πετρώδει ἐν δεσμῷ Soph.). | |||
}} | }} |
Revision as of 14:12, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A = κατάφρακτος (q.v.).
Greek (Liddell-Scott)
κατάφαρκτος: -ον, = κατάφρακτος, ὃ ἴδε.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
enfermé dans.
Étymologie: = κατάφρακτος de κατά, φράγνυμι.
Greek Monolingual
κατάφαρκτος, -ον (Α)
(αττ. τ.) βλ. κατάφρακτος.
Greek Monotonic
κατάφαρκτος: -ον = κατάφρακτος.
Russian (Dvoretsky)
κατάφαρκτος: заключенный, замурованный (πετρώδει ἐν δεσμῷ Soph.).