ἄψαυστος: Difference between revisions
ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do
(3) |
(1b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἄψαυστος:''' -ον ([[ψαύω]])·<br /><b class="num">I.</b> ανέγγιχτος, αυτός που δεν μπορεί να τον αγγίξει [[κάποιος]], [[ιερός]], σε Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> Ενεργ., αυτός που δεν αγγίζει ένα [[πράγμα]], με γεν., σε Σοφ. | |lsmtext='''ἄψαυστος:''' -ον ([[ψαύω]])·<br /><b class="num">I.</b> ανέγγιχτος, αυτός που δεν μπορεί να τον αγγίξει [[κάποιος]], [[ιερός]], σε Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> Ενεργ., αυτός που δεν αγγίζει ένα [[πράγμα]], με γεν., σε Σοφ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἄψαυστος:''' <b class="num">1)</b> нетронутый, невредимый (ἡ [[μελιτόεσσα]] Her.; τὸ [[βρέτας]] τῆς θεοῦ Plut.; [[κορεία]] Anth.);<br /><b class="num">2)</b> не прикоснувшийся: ἄ. ἔγχους Soph. непричастный к копью (т. е. к убийству);<br /><b class="num">3)</b> неприкосновенный, запретный ([[ὕδωρ]] ἄψαυστύν τινι Thuc.). | |||
}} | }} |
Revision as of 14:16, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A untouched, Hdt. 8.41, Thphr.HP5.5.6, Ph.2.14; not to be touched, sacred, Th.4.97; χρήματα App.BC2.41. II Act., not touching, c. gen., ἄ. ἔγχους S.OT969; ἄ. τέκνων, of persons dying young, Epigr.Gr.241.2 (Smyrna).
Greek (Liddell-Scott)
ἄψαυστος: -ον, ὁ μὴ ψαυσθείς, Ἡρόδ. 8. 41· ὃν δὲν δύναταί τις ἢ δὲν ἐπιτρέπεται νὰ ψαύσῃ, ἱερός, ὡς τὸ ἄθικτος, Θουκ. 4. 97. ΙΙ. ἐνεργ., ὁ μὴ ἐγγίζων, μὴ ψαύσας, ἐπὶ τῶν ἐν νεαρᾷ ἡλικίᾳ ἀποθνησκόντων, Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 241. 2.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
I. 1 non touché, intact;
2 qu’on ne peut toucher, sacré;
II. qui ne touche pas à, gén..
Étymologie: ἀ, ψαύω.
Spanish (DGE)
-ον
1 no tocado, intacto ἡ μελιτόεσσα ... ἦν ἄ. Hdt.8.41, de maderas, Thphr.HP 5.5.6, τὸν γάμον ... διατηρήσας ἄψαυστόν τε καὶ σῷον Ph.2.14, ὄιν δ' ἄψαυστον ἐάσσας Nonn.D.17.49, ἀψαύστοιο ... κορείας AP 5.217 (Paul.Sil.).
2 no tocable, que no se puede tocar e.d. sagrado ὕδωρ Th.4.97, σφραγίς Lyc.508, χρήματα App.BC 2.41, cf. Poll.1.9.
3 que no toca o no ha tocado c. gen. ἐγὼ δ' ... ἄ. ἔγχους S.OT 969, νηδυίων ἄψαυστος ... χαλκός A.R.2.113, ἄψαυστοι τέκνων que no han tenido hijos, ISmyrna 523.2 (II/I a.C.).
Greek Monolingual
ἄψαυστος, -ον (AM) ψαύω
1. ανέγγιχτος, άθικτος
2. εκείνος τον οποίο δεν επιτρέπεται ν' αγγίξει κανείς, ο ιερός
αρχ.
όποιος δεν αγγίζει κάτι.
Greek Monotonic
ἄψαυστος: -ον (ψαύω)·
I. ανέγγιχτος, αυτός που δεν μπορεί να τον αγγίξει κάποιος, ιερός, σε Θουκ.
II. Ενεργ., αυτός που δεν αγγίζει ένα πράγμα, με γεν., σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
ἄψαυστος: 1) нетронутый, невредимый (ἡ μελιτόεσσα Her.; τὸ βρέτας τῆς θεοῦ Plut.; κορεία Anth.);
2) не прикоснувшийся: ἄ. ἔγχους Soph. непричастный к копью (т. е. к убийству);
3) неприкосновенный, запретный (ὕδωρ ἄψαυστύν τινι Thuc.).