πρητήριον: Difference between revisions
From LSJ
Μεγάλη τυραννὶς ἀνδρὶ πλουσία (τέκνα καὶ) γυνή → Duxisse ditem, servitus magna est viro → Gar sehr tyrannisiert die reiche Frau den Mann
(6) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''πρητήριον:''' τό, Ιων. αντί [[πρατήριον]]. | |lsmtext='''πρητήριον:''' τό, Ιων. αντί [[πρατήριον]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πρητήριον:''' τό ион. Her. = [[πρατήριον]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 14:16, 31 December 2018
English (LSJ)
A v. πρατήριον.
German (Pape)
[Seite 700] τό, ion. = πρατήριον, Her. 7, 23, neben ἀγορή.
Greek (Liddell-Scott)
πρητήριον: τό, Ἰων. ἀντὶ πρᾱτήριον, Ἡρόδ. 7. 23.
French (Bailly abrégé)
ion. c. πρατήριον.
Greek Monolingual
τὸ, Α
ιων. τ. βλ. πρατήριο.
Greek Monotonic
πρητήριον: τό, Ιων. αντί πρατήριον.
Russian (Dvoretsky)
πρητήριον: τό ион. Her. = πρατήριον.