ἀκροχορδών: Difference between revisions

From LSJ

ὁ μὴ πεπλευκὼς οὐδὲν ἑόρακεν κακόν → anyone who hasn't sailed has never seen trouble

Source
(2)
(1)
Line 13: Line 13:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀκροχορδών:''' γεν. -όνος, ἡ ([[χορδή]]), [[σάρκωμα]] με [[λεπτό]] λαιμό, [[κρεατοελιά]], σε Πλούτ.
|lsmtext='''ἀκροχορδών:''' γεν. -όνος, ἡ ([[χορδή]]), [[σάρκωμα]] με [[λεπτό]] λαιμό, [[κρεατοελιά]], σε Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀκροχορδών:''' όνος ὁ бородавка с тонкой ножкой Plut.
}}
}}

Revision as of 14:16, 31 December 2018

German (Pape)

[Seite 85] όνος, ἡ (στενην ἔχει βάσιν ὡς δοκεῖν ἐκκεκρεμάσθαι ἄκρῳ χορδῆς ὡμοιωμένη, Paul. Aeg.), Warze mit dünnem Stiele, Plut. Fab. 1, u. sonst; Medic.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκροχορδών: -όνος, ἡ, (χορδή) σάρκωμα ἔχον λεπτὸν λαιμὸν (κρεατοελῃά), Ἱππ. Ἀφ. 1248, Πλουτ. Φαβ. 1, Γαλην., κτλ., διακρίνεται δὲ τοῦ ὀνόματος μυρμήκια, τά, Παῦλ. Αἰγ. 4. 15.

French (Bailly abrégé)

όνος (τό) :
verrue avec une petite queue mince.
Étymologie: ἄκρος, χορδή.

Spanish (DGE)

-όνος, ἡ
verruga de pedúnculo delgado Hp.Aph.3.26, Plu.Fab.1, Dsc.2.64, Crit.Hist. en Gal.12.449, Gal.12.142, Iul.Mis.339c, Gr.Nyss.Eun.2.571, Paul.Aeg.4.15, Cyran.1.16.12.

Greek Monotonic

ἀκροχορδών: γεν. -όνος, ἡ (χορδή), σάρκωμα με λεπτό λαιμό, κρεατοελιά, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

ἀκροχορδών: όνος ὁ бородавка с тонкой ножкой Plut.