λάδανον: Difference between revisions
From LSJ
Ἢ μὴ γάμει τὸ σύνολον ἢ γαμῶν κράτει → Aut caelebs vive aut dominus uxori tuae → Bleib ledig oder herrsche über deine Frau
(5) |
(3) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''λάδᾰνον:''' Ιων. [[λήδανον]], τό, αρωματική [[τσίκλα]], [[μαστίχα]], [[κόμμι]], σε Ηρόδ. (ξεν. προέλ.). | |lsmtext='''λάδᾰνον:''' Ιων. [[λήδανον]], τό, αρωματική [[τσίκλα]], [[μαστίχα]], [[κόμμι]], σε Ηρόδ. (ξεν. προέλ.). | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''λάδᾰνον:''' τό ион. Her. = [[λήδανον]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 14:32, 31 December 2018
English (LSJ)
A v. λήδανον.
German (Pape)
[Seite 5] τό, Baumharz, Gummi, nach Her. 3, 112 die arabische Benennung, griechisch λήδανον.
Greek (Liddell-Scott)
λάδᾰνον: τό, ἴδε ἐν λέξ. κιννάμωμον.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
c. λήδανον.
Greek Monotonic
λάδᾰνον: Ιων. λήδανον, τό, αρωματική τσίκλα, μαστίχα, κόμμι, σε Ηρόδ. (ξεν. προέλ.).
Russian (Dvoretsky)
λάδᾰνον: τό ион. Her. = λήδανον.