ἐπᾶλτο: Difference between revisions
From LSJ
ἐπέμψατε ἀγγέλους τοῖς ἀλλήλοις ὥστε ἔγνωτε τὸν κίνδυνον → you sent messengers to one another so that you knew the danger
(4) |
(2) |
||
Line 10: | Line 10: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐπᾶλτο:''' γʹ ενικ. Επικ. αορ. βʹ του <i>ἐφ-[[άλλομαι]]</i>· [[αλλά]] ἔπαλτο, Παθ. αόρ. βʹ του [[πάλλω]]. | |lsmtext='''ἐπᾶλτο:''' γʹ ενικ. Επικ. αορ. βʹ του <i>ἐφ-[[άλλομαι]]</i>· [[αλλά]] ἔπαλτο, Παθ. αόρ. βʹ του [[πάλλω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐπᾶλτο:''' ион. 3 л. sing. aor. 2 к [[ἐφάλλομαι]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 14:36, 31 December 2018
Greek (Liddell-Scott)
ἐπᾶλτο: (κατὰ Βεκκῆρον ἔπαλτο), ἴδε τὸ ῥῆμα ἐφάλλομαι, καὶ πρβλ. ἀναπάλλομαι.
French (Bailly abrégé)
3ᵉ sg. ao.2 ion. de ἐφάλλομαι.
English (Autenrieth)
see ἐφάλλομαι.
Greek Monotonic
ἐπᾶλτο: γʹ ενικ. Επικ. αορ. βʹ του ἐφ-άλλομαι· αλλά ἔπαλτο, Παθ. αόρ. βʹ του πάλλω.
Russian (Dvoretsky)
ἐπᾶλτο: ион. 3 л. sing. aor. 2 к ἐφάλλομαι.