χλοαυγής: Difference between revisions
From LSJ
ὦ ἀδελφέ, τοῦτόν γε μήτε κακῶς ποιοίης μήτε τούτῳ τῷ τρόπῳ βλάπτοις κλέπτων τὰ χρήματα → Brother, you should neither do this man bad nor harm him in this way, i.e. by stealing his money/stuff
(6) |
(4b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''χλοαυγής:''' -ές ([[αὐγή]]), αυτός που έχει χλοερή [[λάμψη]], σε Λουκ. | |lsmtext='''χλοαυγής:''' -ές ([[αὐγή]]), αυτός που έχει χλοερή [[λάμψη]], σε Λουκ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''χλοαυγής:''' отсвечивающий зеленью (τὸ κυαναυγές, εἰ σκιασθείη Luc.). | |||
}} | }} |
Revision as of 14:40, 31 December 2018
English (LSJ)
ές,
A with a greenish lustre, Luc.Dom.11.
German (Pape)
[Seite 1359] ές, grünlich glänzend, Luc. de dom. 11.
Greek (Liddell-Scott)
χλοαυγής: -ές, ὁ ἔχων λάμψιν χλοεράν, Λουκ. περὶ Οἴκου 11.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui brille d’un vert tendre ou d’un jaune pâle.
Étymologie: χλόη, αὐγή.
Greek Monolingual
-ές, Α
αυτός που έχει πρασινωπή λάμψη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χλόη + -αυγής (< αὐγή), πρβλ. νυκτ-αυγής, φωτ-αυγής].
Greek Monotonic
χλοαυγής: -ές (αὐγή), αυτός που έχει χλοερή λάμψη, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
χλοαυγής: отсвечивающий зеленью (τὸ κυαναυγές, εἰ σκιασθείη Luc.).