κυανόφρυς: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath

Source
(5)
(3)
Line 10: Line 10:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κυᾰνόφρυς:''' -υ, γεν. <i>-υος</i>, αυτός που έχει μαύρα φρύδια, σε Θεόκρ.
|lsmtext='''κυᾰνόφρυς:''' -υ, γεν. <i>-υος</i>, αυτός που έχει μαύρα φρύδια, σε Θεόκρ.
}}
{{elru
|elrutext='''κῠᾰνόφρυς:''' υ, gen. υος чернобровый Theocr.
}}
}}

Revision as of 14:44, 31 December 2018

German (Pape)

[Seite 1522] υος, mit dunkeln, schwarzen Augenbrauen, Theocr. 3, 18. 17, 53.

French (Bailly abrégé)

υς, υ ; gén. υος;
aux sourcils noirs ou sombres.
Étymologie: κύανος, ὀφρύς.

Greek Monolingual

κυανόφρυς, -υ (Α)
αυτός που έχει μαύρα φρύδια («ὦ κυάνοφρυ Νύμφα», Θεόκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύανος + ὀφρῦς (πρβλ. δάσ-οφρυς, λεύκ-οφρυς)].

Greek Monotonic

κυᾰνόφρυς: -υ, γεν. -υος, αυτός που έχει μαύρα φρύδια, σε Θεόκρ.

Russian (Dvoretsky)

κῠᾰνόφρυς: υ, gen. υος чернобровый Theocr.