Περσηΐς: Difference between revisions
ἀσκεῖν περὶ τὰ νοσήματα δύο, ὠφελεῖν ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
(6) |
(3b) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''Περσηΐς:''' -[[ίδος]], ἡ, αυτή που έχει γεννηθεί από τον Περσέα, όνομα της Αλκμήνης, σε Ευρ.· ονομάζεται Περσήϊον [[αἷμα]] στον Θεόκρ. | |lsmtext='''Περσηΐς:''' -[[ίδος]], ἡ, αυτή που έχει γεννηθεί από τον Περσέα, όνομα της Αλκμήνης, σε Ευρ.· ονομάζεται Περσήϊον [[αἷμα]] στον Θεόκρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''Περσηΐς:''' ΐδος ἡ Персеида<br /><b class="num">1)</b> Hes. = [[Πέρση]];<br /><b class="num">2)</b> внучка Персея - см. [[Περσεύς]] 1 - т. е. Алкмена Eur. | |||
}} | }} |
Revision as of 14:52, 31 December 2018
English (LSJ)
ίδος, ἡ,
A sprung from Perseus, of Alcmena, E.HF801 (lyr.). II name of Hecate, A.R.3.467.
French (Bailly abrégé)
ΐδος (ἡ) :
Perséide (fille de Persès ou de Persée) :
1 fille d’Okéanos, femme d’Hélios, mère d’Æetès, de Circé, de Persès;
2 petite-fille de Persée (Alcmène);
3 fille de Persès (Hécatè).
Étymologie: Περσεύς, Πέρσης¹.
Greek Monolingual
-ίδος, ἡ, Α
1. προσωνυμία της Αλκμήνης
2. προσωνυμία της Εκάτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Περσεύς, -ῆος + επίθημα -ίς].
Greek Monotonic
Περσηΐς: -ίδος, ἡ, αυτή που έχει γεννηθεί από τον Περσέα, όνομα της Αλκμήνης, σε Ευρ.· ονομάζεται Περσήϊον αἷμα στον Θεόκρ.
Russian (Dvoretsky)
Περσηΐς: ΐδος ἡ Персеида
1) Hes. = Πέρση;
2) внучка Персея - см. Περσεύς 1 - т. е. Алкмена Eur.