ἐξοδιασμός: Difference between revisions

From LSJ

οὔποτε ποιήσεις τὸν καρκίνον ὀρθὰ βαδίζειν → thou shalt never make the crab walk straight

Source
(12)
(2)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[ξοδιασμός]], ο (AM [[ἐξοδιασμός]]) [[εξοδιάζω]]<br />[[δαπάνη]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[εξοδία]].
|mltxt=και [[ξοδιασμός]], ο (AM [[ἐξοδιασμός]]) [[εξοδιάζω]]<br />[[δαπάνη]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[εξοδία]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐξοδιασμός:''' ὁ Polyb. = [[ἐξοδία]].
}}
}}

Revision as of 14:56, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξοδιασμός Medium diacritics: ἐξοδιασμός Low diacritics: εξοδιασμός Capitals: ΕΞΟΔΙΑΣΜΟΣ
Transliteration A: exodiasmós Transliteration B: exodiasmos Transliteration C: eksodiasmos Beta Code: e)codiasmo/s

English (LSJ)

ὁ,

   A = ἐξοδία, f.l. for ἐξιδιασμός, Plb.22.6.1.    II payment, Sammelb.4425 vi1 (ii A. D.), Artem.1.57, etc.

German (Pape)

[Seite 884] ὁ, 1) dasselbe, der Aufwand, Sp.; Belegung mit Abgaben, Artemidor. 1, 59. – 2) = ἐξοδία, Pol. 23, 6, 1.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξοδιασμός: ὁ, = ἐξοδία, Πολύβ. 23. 6, 1. ΙΙ. δαπάνη, ἔξοδον, Ἀρτεμίδ. 1. 59· - ὡσαύτως ἐξοδίασις, Θεοδώρ. 2. 13, σ. 609.

Greek Monolingual

και ξοδιασμός, ο (AM ἐξοδιασμός) εξοδιάζω
δαπάνη
αρχ.
εξοδία.

Russian (Dvoretsky)

ἐξοδιασμός: ὁ Polyb. = ἐξοδία.