μίνθη: Difference between revisions
From LSJ
Aeschylus, fr. 317
(25) |
(3) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (Α [[μίνθη]] και [[μίνθα]] και [[μίνθος]])<br />η [[μέντα]] («στέφανον εἶχον κοκκυμήλων καὶ μίνθης», Ιππων.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται [[μάλλον]] για δάνεια λ. από [[γλώσσα]] του προελληνικού υποστρώματος (<b>[[πρβλ]].</b> [[καλαμίνθη]] και λατ. <i>menta</i>). Η λ. μαρτυρείται και στη Μυκηναϊκή, σε κατάλογο αρωματικών [[φυτών]]]. | |mltxt=η (Α [[μίνθη]] και [[μίνθα]] και [[μίνθος]])<br />η [[μέντα]] («στέφανον εἶχον κοκκυμήλων καὶ μίνθης», Ιππων.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται [[μάλλον]] για δάνεια λ. από [[γλώσσα]] του προελληνικού υποστρώματος (<b>[[πρβλ]].</b> [[καλαμίνθη]] και λατ. <i>menta</i>). Η λ. μαρτυρείται και στη Μυκηναϊκή, σε κατάλογο αρωματικών [[φυτών]]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μίνθη:''' ἡ Arst., Sext. = [[μίνθος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 15:04, 31 December 2018
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
menthe, plante aromatique.
Étymologie: DELG emprunt à une langue de substrat.
Greek Monolingual
η (Α μίνθη και μίνθα και μίνθος)
η μέντα («στέφανον εἶχον κοκκυμήλων καὶ μίνθης», Ιππων.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται μάλλον για δάνεια λ. από γλώσσα του προελληνικού υποστρώματος (πρβλ. καλαμίνθη και λατ. menta). Η λ. μαρτυρείται και στη Μυκηναϊκή, σε κατάλογο αρωματικών φυτών].
Russian (Dvoretsky)
μίνθη: ἡ Arst., Sext. = μίνθος.