ἀγρώσσω: Difference between revisions

From LSJ

Σοφῷ παρ' ἀνδρὶ (Σοφοῦ παρ' ἀνδρὸς) πρῶτος εὑρέθη λόγος → Apud sapientem inventa est ratio primitus → Bei einem weisen Mann fand man zuerst Vernunft

Menander, Monostichoi, 487
(2)
(1)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀγρώσσω:''' μόνο στον ενεστ., Επικ. αντί [[ἀγρεύω]], [[συλλαμβάνω]], [[ψαρεύω]], [[αλιεύω]], σε Ομήρ. Οδ.
|lsmtext='''ἀγρώσσω:''' μόνο στον ενεστ., Επικ. αντί [[ἀγρεύω]], [[συλλαμβάνω]], [[ψαρεύω]], [[αλιεύω]], σε Ομήρ. Οδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀγρώσσω:''' хватать, ловить ([[ἰχθῦς]] Hom.).
}}
}}

Revision as of 15:16, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀγρώσσω Medium diacritics: ἀγρώσσω Low diacritics: αγρώσσω Capitals: ΑΓΡΩΣΣΩ
Transliteration A: agrṓssō Transliteration B: agrōssō Transliteration C: agrosso Beta Code: a)grw/ssw

English (LSJ)

Ep. for ἀγρεύω, only in pres.,

   A catch, ἀγρώσσων ἰχθῦς Od.5.53; freq. in Opp., H.3.339,543, al., cf. Call.Ap.60, Lyc.598, etc.: abs., go hunting, Opp.C.1.129:—Pass., Id.H.3.415, 4.565.

Greek (Liddell-Scott)

ἀγρώσσω: Ἐπ. ἀντὶ ἀγρεύω, ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἐνεστ., συλλαμβάνω· ἀγρώσσων ἰχθῦς, Ὀδ. Ε, 53· συχν. ἐν Ὀππ. Ἁλ. 3. 339, 543, κτλ.: - οὕτω Καλλ. εἰς Ἀπολλ. 60, Λυκόφρ., κτλ: - ἀπολ., ἐξέρχομαι ἐπὶ θήραν, Ὀππ. Κ. 1. 129: - Παθ., συλλαμβάνομαι, Ὀππ. Ἁλ. 3. 415., 4. 565.

French (Bailly abrégé)

seul. prés.
chasser, pêcher.
Étymologie: ἄγρα.

English (Autenrieth)

(ἄγρα): catch, intensive; of the sea-gullever catchingfish, Od. 5.53†.

Spanish (DGE)

capturar, cazar o pescar según el cont. (tal vez en origen ojear la presa) ἰχθῦς Od.5.53, cf. Opp.H.3.339, 543, Ἄρτεμις ἀγρώσσουσα Call.Ap.60, cf. Lyc.598. Nic.Th.416
fig. Ἔρωτες ... ἀγρώσσουσι γυναῖκα Nonn.D.48.286
abs. ir de caza Lyc.499, Euph.87.3, Opp.C.1.129, Nonn.D.42.163.

Greek Monotonic

ἀγρώσσω: μόνο στον ενεστ., Επικ. αντί ἀγρεύω, συλλαμβάνω, ψαρεύω, αλιεύω, σε Ομήρ. Οδ.

Russian (Dvoretsky)

ἀγρώσσω: хватать, ловить (ἰχθῦς Hom.).