ἀγρώστης: Difference between revisions

From LSJ

Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz

Menander, Monostichoi, 123
(2)
(1)
Line 18: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀγρώστης:''' -ου, ὁ = [[ἀγρότης]], ουσ. και επίθ., σε Σοφ., Ευρ.
|lsmtext='''ἀγρώστης:''' -ου, ὁ = [[ἀγρότης]], ουσ. και επίθ., σε Σοφ., Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀγρώστης:''' ου ὁ поселянин, крестьянин Soph., Eur.
}}
}}

Revision as of 15:16, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀγρώστης Medium diacritics: ἀγρώστης Low diacritics: αγρώστης Capitals: ΑΓΡΩΣΤΗΣ
Transliteration A: agrṓstēs Transliteration B: agrōstēs Transliteration C: agrostis Beta Code: a)grw/sths

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A = ἀγρότης, Subst. and Adj., S.Fr.94, E.HF377 (lyr.), Rh.287, AP6.37, Call.Hec.1.1.13, v.l. in Theoc.25.48.    2 wild, κήυκες Babr.115.2.    II hunter, A.R.4.175.    2 a kind of spider, Nic.Th.734.

Greek (Liddell-Scott)

ἀγρώστης: -ου, ὁ, = ἀγρότης· οὐσιαστ. καὶ ἐπίθ., Λατ. agrestis, Σοφ. Ἀποσπ. 83, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 377, Ρῆσ. 266, ὁπόθεν ὁ Meineke διορθοῖ ἀγρωστῶν γεραρώτατος, ἐν Θεοκρ. 25, 48. ΙΙ. κυνηγὸς (ἀγρέω), Ἀπολλ. Ρόδ. 4. 175· θηλ. ἀγρῶστις, ιδος, ἡ, ὡς ἐπίθετον θηρευτικῆς κυνός, Σιμωνίδ. 130 (κατ’ εἰκασίαν τοῦ Schneid. ἀντὶ ἄγρωσσα, πρβλ. Α. Β. 213, 332, ἔνθα το ἀγρῶσται ἑρμηνεύεται διὰ τοῦ κυνηγέται). 2) εἶδος ἀράχνης, Νικ. Θ. 734.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ

• Alolema(s): ἀγρωστής A.R.4.175, EM α 195
I 1campesino A.Fr.46c.5, S.Fr.94, E.HF 377, Rh.287, Call.SHell.288.13.
2 de anim. que vive en el campo op. ὀρειονόμος: λύκοι Anaxil.12.
II tard. cazador A.R.4.175, de perros Epic.Alex.Adesp.SHell.939.21
de ciertos anim. que se dedica a la caza, depredador del pez volador, Babr.115.2, de una araña, Nic.Th.734, cf. Sch.ad loc.

Greek Monotonic

ἀγρώστης: -ου, ὁ = ἀγρότης, ουσ. και επίθ., σε Σοφ., Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ἀγρώστης: ου ὁ поселянин, крестьянин Soph., Eur.