αἱμόδιψος: Difference between revisions
From LSJ
Περὶ τοῦ ἐπέκεινα τοῦ νοῦ κατὰ μὲν νόησιν πολλὰ λέγεται, θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → On the subject of that which is beyond intellect, many statements are made on the basis of intellection, but it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection
(2) |
(1) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''αἱμόδιψος:''' -ον, αυτός που διψά για [[αίμα]], σε Λουκ. | |lsmtext='''αἱμόδιψος:''' -ον, αυτός που διψά για [[αίμα]], σε Λουκ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''αἱμόδιψος:''' кровожадный ([[σιδηρόχαλκος]] [[τομή]] Luc.). | |||
}} | }} |
Revision as of 15:36, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A bloodthirsty, Luc.Ocyp.97.
Greek (Liddell-Scott)
αἱμόδιψος: -ον, = διψῶν αἵματος, Λουκ. Ὡκύπ. 97.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
altéré de sang.
Étymologie: αἷμα, δίψα.
Spanish (DGE)
-ον
sediento de sangre fig. de un escalpelo τομή Luc.Ocyp.97.
Greek Monotonic
αἱμόδιψος: -ον, αυτός που διψά για αίμα, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
αἱμόδιψος: кровожадный (σιδηρόχαλκος τομή Luc.).