αἴθυια: Difference between revisions
ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft
(2) |
(1) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''αἴθυια:''' ἡ, [[θαλασσοπούλι]], πιθ. είδος γλάρου, σε Ομήρ. Οδ. (άγν. προέλ.). | |lsmtext='''αἴθυια:''' ἡ, [[θαλασσοπούλι]], πιθ. είδος γλάρου, σε Ομήρ. Οδ. (άγν. προέλ.). | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''αἴθυια:''' ἡ зоол. морская чайка Hom., Arst. | |||
}} | }} |
Revision as of 15:36, 31 December 2018
English (LSJ)
ἡ, diving-bird, prob.
A shearwater, Od.5.337, cf. Arist. HA 542b17, Call.Del.12, AP7.285 (Glauc.); ἰχθυβόλοι ib.6.23 (Zon.):— epith. of Athena, as protecting ships, Paus.1.5.3. II metaph., ship, Lyc.230.
Greek (Liddell-Scott)
αἴθυια: ἡ, θαλάσσιον πτηνόν, πιθανῶς εἶδος λάρου, Larus marinus, Ὀδ. Ε. 337· πρβλ. Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 5. 9, 1· αἴθ. ἰχθυβόλοι, Ἀνθ. Π. 6. 23, «αἴθιαι, ἐνάλιαι κορῶναι», Ἡσύχ. - Ἐπώνυμον τῆς Ἀθηνᾶς ὡς προστάτιδος τῶν πλοίων, Παυσ. 1. 5, 3. ΙΙ. μεταφ. πλοῖον, Λυκόφρ. 230.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
1 mouette, oiseau ; ép. d’Athéna (protectrice des marins);
2 p. anal. vaisseau.
Étymologie: -.
English (Autenrieth)
Greek Monotonic
αἴθυια: ἡ, θαλασσοπούλι, πιθ. είδος γλάρου, σε Ομήρ. Οδ. (άγν. προέλ.).
Russian (Dvoretsky)
αἴθυια: ἡ зоол. морская чайка Hom., Arst.