ἀκαμαντολόγχης: Difference between revisions

From LSJ

μηδενὶ συμφορὰν ὀνειδίσῃς, κοινὴ γὰρ ἡ τύχη καὶ τὸ μέλλον ἀόρατον → never mock a disaster, fate is common to all and the future unknown

Source
(2)
(1)
Line 7: Line 7:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀκᾰμαντολόγχης:''' -ου, ὁ ([[λόγχη]]), [[ακούραστος]] στην [[χρήση]] της λόγχης, σε Πίνδ.
|lsmtext='''ἀκᾰμαντολόγχης:''' -ου, ὁ ([[λόγχη]]), [[ακούραστος]] στην [[χρήση]] της λόγχης, σε Πίνδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀκᾰμαντολόγχης:''' неутомимо действующий копьем (Σπαρτοί Pind.).
}}
}}

Revision as of 15:36, 31 December 2018

Greek (Liddell-Scott)

ἀκᾰμαντολόγχης: -ου, ὁ, ἀκούραστος ἐν τῇ χρήσει τῆς λόγχης, Πινδ. Ι. 7 (6). 13.

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. m.
à la lance infatigable.
Étymologie: ἀκάμας, λόγχη.

Greek Monotonic

ἀκᾰμαντολόγχης: -ου, ὁ (λόγχη), ακούραστος στην χρήση της λόγχης, σε Πίνδ.

Russian (Dvoretsky)

ἀκᾰμαντολόγχης: неутомимо действующий копьем (Σπαρτοί Pind.).