αἰνικτός: Difference between revisions

From LSJ

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249
(2)
(1)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''αἰνικτός:''' -ή, -όν, αυτός που λέγεται με αινιγματικό τρόπο, [[αινιγματικός]], [[αινιγματώδης]], σε Σοφ.
|lsmtext='''αἰνικτός:''' -ή, -όν, αυτός που λέγεται με αινιγματικό τρόπο, [[αινιγματικός]], [[αινιγματώδης]], σε Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''αἰνικτός:''' загадочно выраженный: αἰνικτὰ [[κἀσαφῆ]] λέγειν Soph. выражаться загадочно и неясно.
}}
}}

Revision as of 15:40, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αἰνικτός Medium diacritics: αἰνικτός Low diacritics: αινικτός Capitals: ΑΙΝΙΚΤΟΣ
Transliteration A: ainiktós Transliteration B: ainiktos Transliteration C: ainiktos Beta Code: ai)nikto/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A expressed in riddles, riddling, S.OT439.

Greek (Liddell-Scott)

αἰνικτός: -ή, -όν, ὁ ἐν αἰνίγμασιν ἐκπεφρασμένος, αἰνιγματώδης, Σοφ. Ο. Τ. 439.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
dit à mots couverts, énigmatique.
Étymologie: αἰνίσσομαι.

Spanish (DGE)

-ή, -όν dicho en enigmas αἰνικτὰ κἀσαφῆ λέγεις S.OT 439.

Greek Monotonic

αἰνικτός: -ή, -όν, αυτός που λέγεται με αινιγματικό τρόπο, αινιγματικός, αινιγματώδης, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

αἰνικτός: загадочно выраженный: αἰνικτὰ κἀσαφῆ λέγειν Soph. выражаться загадочно и неясно.