ἀκόνιτον: Difference between revisions
Ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ Λόγος, καὶ ὁ Λόγος ἦν πρὸς τὸν Θεόν, καὶ Θεὸς ἦν ὁ Λόγος (Κατὰ Ἰωάννην 1:1) → In the beginning was the Word, and the Word was with God, and the Word was God.
(2) |
(1) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀκόνῑτον:''' τό, ακονίτης, δηλητηριώδες [[φυτό]], σε Θεόφρ. (αμφίβ. προέλ.). | |lsmtext='''ἀκόνῑτον:''' τό, ακονίτης, δηλητηριώδες [[φυτό]], σε Θεόφρ. (αμφίβ. προέλ.). | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀκόνῑτον:''' τό бот. аконит Plut. | |||
}} | }} |
Revision as of 15:44, 31 December 2018
English (LSJ)
τό,
A leopard's bane, Aconitum Anthora, Theopomp. Hist. 177a, Thphr.HP9.16.4, Dsc.4.76, Gal.11.820:—also ἀκόν-ῑτος, ἡ, dub.l. in Nic.Al.42, cf. AP11.123 (Hedyl.), Euph.142. II wolf's bane, Aconitum Napellus, Dsc.4.77.
German (Pape)
[Seite 77] τό, auch ἀκόνιτος, ἡ, Hedyl. 9 (XI, 123), eine Giftpflanze, aconitum, Nic. Al. 13, 41; Theophr.; entweder von einem Orte Ἀκόναι od. von steilen Felsen (ἀκόναι), wo sie wächst.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκόνῑτον: τό, = τῷ ἑπομ., Λατ. aconitum, δηλητηριῶδες φυτὸν αὐξανόμενον εἰς ἀπορρῶγας βράχους (ἐν ἀκόναις), ἢ ἐν τόπῳ καλουμένῳ Ἀκόναι, Θεοφρ. Ἱ. Φ. 9. 16, 4· νῦν ὀνομάζεται «σκορπίδι» κατὰ τὸν Σιβθόρπιον· πρβλ. Sprengel Διοσκ. 4. 76, Θεοπόμπ. Ἱστ. 200: - ὡσαύτως ἀκόνῑτος, ἡ, Schneid. Νικ. Ἀλεξιφ. 42.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
aconit, plante.
Étymologie: DELG pas d’autre étym. que l’étym. pop. ancienne, de ἀκονιτί.
Spanish (DGE)
(ἀκόνῑτον) -ου, τό
• Prosodia: [ᾰ-]
1 bot. antora, Aconitum anthora L., Theopomp.Hist.181, Plu.Crass.33, Dsc.4.76, Gal.11.820, Nic.Al.42
•acónito, matalobos, Aconitum napellus L., Dsc.4.77, en plu. Seru.Georg.2.152
•beleño, Hyoscyamus Thphr.HP 9.16.4.
2 gener. veneno en plu., Ou.Met.1.147, Iuu.1.158, 6.639.
• Etimología: Etim. desconocida; rel. por etim. pop. c. ἀκονιτί ‘sin polvo’.
Greek Monotonic
ἀκόνῑτον: τό, ακονίτης, δηλητηριώδες φυτό, σε Θεόφρ. (αμφίβ. προέλ.).
Russian (Dvoretsky)
ἀκόνῑτον: τό бот. аконит Plut.