ἀκροβολέω: Difference between revisions
From LSJ
Περὶ τοῦ ἐπέκεινα τοῦ νοῦ κατὰ μὲν νόησιν πολλὰ λέγεται, θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → On the subject of that which is beyond intellect, many statements are made on the basis of intellection, but it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection
(2) |
(1) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀκροβολέω:''' ([[ἀκροβόλος]]), [[εκσφενδονίζω]], [[πετώ]] με [[σφεντόνα]], σε Ανθ. | |lsmtext='''ἀκροβολέω:''' ([[ἀκροβόλος]]), [[εκσφενδονίζω]], [[πετώ]] με [[σφεντόνα]], σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀκροβολέω:''' Anth. = [[ἀκροβολίζω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 15:44, 31 December 2018
English (LSJ)
A throw, καλαύροπα AP6.106 (Zon.). II Astrol., = ἀκτινοβολέω, Man.4.354.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκροβολέω: εἶμαι ἀκροβόλος, σφενδονῶ, Ἀνθ. Π. 6, 106.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
c. ἀκροβολίζομαι.
Spanish (DGE)
1 lanzar καλαύροπα AP 6.106 (Zon.).
2 astr. estar en aspecto por la izquierda Ἑρμείου δ' ἀκτῖνες ἐπὴν Κρόνον ἀκροβολῶσιν Man.4.354.
Greek Monotonic
ἀκροβολέω: (ἀκροβόλος), εκσφενδονίζω, πετώ με σφεντόνα, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ἀκροβολέω: Anth. = ἀκροβολίζω.