ἀλέασθαι: Difference between revisions
From LSJ
Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist
(2) |
(1) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀλέασθαι:''' [[ἀλέασθε]], Επικ. απαρ. αορ. αʹ και βʹ πληθ. του [[ἀλέομαι]]· [[ἀλέαιτο]], γʹ ενικ. ευκτ. | |lsmtext='''ἀλέασθαι:''' [[ἀλέασθε]], Επικ. απαρ. αορ. αʹ και βʹ πληθ. του [[ἀλέομαι]]· [[ἀλέαιτο]], γʹ ενικ. ευκτ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀλέασθαι:''' эп. inf. к [[ἀλέομαι]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 15:48, 31 December 2018
English (LSJ)
ἀλέασθε,
A v. ἀλέομαι. ἀλέατα, v. ἀλείατα.
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
ἀλέασθαι: ἀλέασθε, τύποι Ἐπ. ἀόρ. α΄ τοῦ ἀλέομαι.
French (Bailly abrégé)
inf. ao. épq. de ἀλέομαι.
English (Autenrieth)
see ἀλέομαι.
Spanish (DGE)
v. ἀλεύω.
Greek Monotonic
ἀλέασθαι: ἀλέασθε, Επικ. απαρ. αορ. αʹ και βʹ πληθ. του ἀλέομαι· ἀλέαιτο, γʹ ενικ. ευκτ.
Russian (Dvoretsky)
ἀλέασθαι: эп. inf. к ἀλέομαι.