ἀκηχέδαται: Difference between revisions
From LSJ
Ἔπαινον ἕξεις, ἂν κρατῇς, ὧν δεῖ κρατεῖν → Laus est, si, quibus est imperandum, tu imperes → Lob hast du, wenn du herrschst, worüber zu herrschen gilt
(2) |
(1) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀκηχέδαται:''' ή -έαται, Επικ. αντί <i>ἠκάχηνται</i>, γʹ πληθ. Παθ. παρακ. του [[ἀχέω]]· ἀκηχεμένος, αντί <i>ἀκαχήμενος</i>, Επικ. μτχ. | |lsmtext='''ἀκηχέδαται:''' ή -έαται, Επικ. αντί <i>ἠκάχηνται</i>, γʹ πληθ. Παθ. παρακ. του [[ἀχέω]]· ἀκηχεμένος, αντί <i>ἀκαχήμενος</i>, Επικ. μτχ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀκηχέδαται:''' эп. 3 л. pl. pf. pass. к [[ἀκαχίζω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 15:48, 31 December 2018
English (LSJ)
ἀκηχέμενος, v. sub ἀχέω.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκηχέδαται: ἀκηχέμενος, ἴδε ἐν λ. ἀχέω.
French (Bailly abrégé)
v. *ἄχω.
English (Autenrieth)
see ἀκαχίζω.
Greek Monotonic
ἀκηχέδαται: ή -έαται, Επικ. αντί ἠκάχηνται, γʹ πληθ. Παθ. παρακ. του ἀχέω· ἀκηχεμένος, αντί ἀκαχήμενος, Επικ. μτχ.
Russian (Dvoretsky)
ἀκηχέδαται: эп. 3 л. pl. pf. pass. к ἀκαχίζω.