ἀλλόχροος: Difference between revisions

From LSJ

Βίον καλὸν ζῇς, ἂν γυναῖκα μὴ τρέφῃς → Uxorem si non duxis, vives commodeGut ist dein Leben, wenn du keine Frau ernährst

Menander, Monostichoi, 78
(2)
(1)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀλλόχροος:''' -ον, συνηρ. -χρους, <i>-ους</i> ([[χρόα]]), μεταβεβλημένος στο [[χρώμα]], σε Ευρ.· ομοίως, ἀλλό-χρως, <i>-ωτος</i>, <i>ὁ</i>, <i>ἡ</i>, αυτός που μοιάζει [[ξένος]] ή [[αλλότριος]], σε Πλούτ.
|lsmtext='''ἀλλόχροος:''' -ον, συνηρ. -χρους, <i>-ους</i> ([[χρόα]]), μεταβεβλημένος στο [[χρώμα]], σε Ευρ.· ομοίως, ἀλλό-χρως, <i>-ωτος</i>, <i>ὁ</i>, <i>ἡ</i>, αυτός που μοιάζει [[ξένος]] ή [[αλλότριος]], σε Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀλλόχροος:''' стяж. [[ἀλλόχρους]] 2 переменившийся в цвете, т. е. побледневший, поблекший ([[δέμας]] Eur.).
}}
}}

Revision as of 15:52, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀλλόχροος Medium diacritics: ἀλλόχροος Low diacritics: αλλόχροος Capitals: ΑΛΛΟΧΡΟΟΣ
Transliteration A: allóchroos Transliteration B: allochroos Transliteration C: allochroos Beta Code: a)llo/xroos

English (LSJ)

ον, contr. ἀλλό-χρους, ουν,

   A changed in colour, E.Hipp.174(lyr.):—also ἀλλό-χρως, ωτος, ὁ, ἡ, looking strange or foreign, Id.Ph.138, Andr.879.

German (Pape)

[Seite 107] zsgzg. -χρους, von anderer, veränderter Farbe, accus., Eur Hipp. 174.

French (Bailly abrégé)

οος, οον;
qui prend une autre couleur, dont la beauté se flétrit.
Étymologie: ἄλλος, χρόα.

Spanish (DGE)

-ον

• Alolema(s): contr. -ους, -ουν; tb. -χρως, -ων, gen. -οτος
1 de color cambiado, demudado, δέμας ἀλλόχροον βασιλείας el cuerpo demudado de la reina E.Hipp.175
cárdeno ἀλλοχρόους ... λαμπηδόνας cárdenos ... resplandores Sch.Arat.330M.
2 de color o aspecto raro o extraño ὅδ' ἀλλόχρως τις ἔκδημος ξένος aquí (viene) un extranjero de país lejano y aspecto extraño E.Andr.879
c. dat. ὡς ἀλλόχρως ὅπλοισι, μειξοβάρβαρος ¡qué extrañamente armado, medio bárbaro! E.Ph.138.
3 de otro color en teorías ópticas de Demócrito y Anaxágoras (τὸν ἀέρα) στερεὸν ὄντα καὶ ἀλλόχρων ἐμφαίνεσθαι τοῖς ὄμμασιν ὑγροῖς Thphr.Sens.50
subst. τὰ ἀ. objetos de color diferente al de la pupila, Thphr.Sens.54
τὸ ἀλλόχρων diferencia de color, contraste de color Thphr.Sens.27.

Greek Monotonic

ἀλλόχροος: -ον, συνηρ. -χρους, -ους (χρόα), μεταβεβλημένος στο χρώμα, σε Ευρ.· ομοίως, ἀλλό-χρως, -ωτος, , , αυτός που μοιάζει ξένος ή αλλότριος, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

ἀλλόχροος: стяж. ἀλλόχρους 2 переменившийся в цвете, т. е. побледневший, поблекший (δέμας Eur.).