ἔκδημος

From LSJ

τὸν πάνθ' ὁρῶντα καὐτὸν οὐχ ὁρώμενον → the all-seeing though himself unseen

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔκδημος Medium diacritics: ἔκδημος Low diacritics: έκδημος Capitals: ΕΚΔΗΜΟΣ
Transliteration A: ékdēmos Transliteration B: ekdēmos Transliteration C: ekdimos Beta Code: e)/kdhmos

English (LSJ)

ἔκδημον, away from home, abroad, X.Cyr.8.5.26: c. gen., ἔκδημος τῆσδε χθονός E.Hipp.281; ἔκδημοι στρατεῖαι expeditions abroad, Th.1.15; ἔκδημος ἔξοδος, ἔκδημος φυγή, Id.2.10, E.Hipp.37; ἔκδημος ἔρως ib.32.

Spanish (DGE)

-ον
• Alolema(s): ἔκδαμος Chilo Ep.1
1 que está fuera, que está ausente de pers. ὅταν δ' οὗτος ἔ. ᾖ pero cuando éste esté fuera del país X.Cyr.8.5.26, ἔκδημον λαβὼν Μενέλαον E.IA 76, δεσπόται Babr.59.15, cf. Ph.2.341, c. gen. ἔ. τῆσδε χθονός ausente de esta tierra E.Hipp.281, Ba.215
de abstr. que es o se realiza fuera del país ἔκδημοι στρατεῖαι expediciones a tierra extranjera Th.1.15, ἔξοδος Th.2.10, ἔκδημοι καὶ διαπόντιοι πόλεμοι Plu.Sull.7, αἱ ἀρχαὶ αἱ ἔκδημοι D.C.55.10.2, ἔκδημον ὁδὸν ἐποιοῦ Lib.Ep.672.1, ἔ. φυγή exilio E.Hipp.37.
2 que viaja de pers. ὅδ' ἀλλόχρως τις ἔ. ξένος he aquí un extranjero de aspecto extraño que va de viaje de Orestes, E.Andr.879, cf. 1051.
3 que es de fuera, extranjero ἐρῶσ' ἔρωτ' ἔκδημον llena de amor por un extranjero E.Hipp.32
subst. οἱ ἔ. los extranjeros ἐκστρατεία ἐπὶ ἐκδάμως expedición contra extranjeros Chilo l.c.

German (Pape)

[Seite 756] außer Landes, abwesend, verreis't; Xen. Cyr. 8, 5, 12; τῆσδε χθονός Eur. Hipp. 281; ἔξοδος, in die Fremde, Thuc. 2, 10; στρατεία 1, 15; φυγή Eur. Hipp. 37. Nach Möris attisch für ἀπόδημος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui s'absente ou est absent de son pays : ἔξοδος ἔκδημος expédition au dehors.
Étymologie: ἐκ, δῆμος.

Russian (Dvoretsky)

ἔκδημος:
1 находящийся вне (своей) страны, уехавший за границу: ὅταν ἔ. ᾖ Xen. пока он в отъезде; ἔ. ὢν τῆσδε τυγχάνει χθονός Eur. он уехал из этой страны; ἔ. φυγή Eur. изгнание из родной страны;
2 иноземный (ἔξοδος Thuc.);
3 ведущийся за рубежом (πόλεμοι Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἔκδημος: -ον, ὁ, ὁ ἐκδημῶν, ὁ ἐν ἀποδημίᾳ ὤν, ὅταν δὲ οὗτος ἔκδημος ᾖ, ἐκδημῇ, Ξεν. Κύρ. 8. 5, 26· πρβλ. ἔνδημος: μετὰ γεν., ἔκδ. τῆσδε χθονὸς Εὐρ. Ἱππ. 281· ἔκδ. στρατεῖαι, στρατεῖαι ἐν ξέναις χώραις, Θουκ. 1. 15· παρασκευάζεσθαι... τὰ ἐπιτήδεια, οἷα εἰκὸς ἐπὶ ἔξοδον ἔκδημον ἔχειν, ἐπὶ ἐκστρατείαν εἰς ξένην χώραν, ὁ αὐτ. 2. 10· ἔκδημον φυγὴν Εὐρ. Ἱππ. 37· ἐρῶσ’ ἔρωτ’ ἔκδημον (ἔκδηλον Kirchhoff καὶ Nauck) αὐτόθι 32.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἔκδημος, -ον)
αυτός που βρίσκεται έξω από τον δήμο, τη χώρα, απόδημος
μσν.
αυτός που βρίσκεται σε έκσταση, ο εκτός εαυτού
αρχ.
(για ενέργεια ή κατάσταση) αυτός που γίνεται σε ξένη χώρα ή εναντίον ξένης χώρας.

Greek Monotonic

ἔκδημος: -ον, I. αυτός που αποδημεί, που έχει φύγει σε ταξίδι, σε Ξεν.· ἐκδ. στρατεῖαι, στρατιωτική θητεία σε ξένες χώρες, σε Θουκ.· ἐκδ. φυγή, σε Ευρ.
II. με γεν., αυτός έχει αναχωρήσει από, στον ίδ.

Middle Liddell

ἔκ-δημος, ον
I. from home, gone on a journey, Xen.; ἐκδ. στρατεῖαι service in foreign lands, Thuc.; ἔκδ. φυγή Eur.
II. c. gen. departed from, Eur.

English (Woodhouse)

away from home, from home, on one's travels

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Lexicon Thucydideum

longinquus, distant, remote, 1.15.2, 2.10.1.