ἀκροσίδηρος: Difference between revisions

From LSJ

ὅπου ἡ λεοντῆ μὴ ἐφικνεῖται, προσραπτέον ἐκεῖ τὴν ἀλωπεκῆν → if a lionskin doesn't do the trick, put on the fox | if force doesn't work, try cunning | where the lion's skin will not reach, it must be patched out with the fox's

Source
(2)
(1)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀκροσίδηρος:''' -ον, αυτός που έχει [[αιχμή]], [[άκρη]] ή έχει επενδυθεί με σίδηρο, σε Ανθ.
|lsmtext='''ἀκροσίδηρος:''' -ον, αυτός που έχει [[αιχμή]], [[άκρη]] ή έχει επενδυθεί με σίδηρο, σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀκροσίδηρος:''' дор. [[ἀκροσίδαρος|ἀκροσίδᾱρος]] 2 с железным наконечником ([[μύωψ]] Anth.).
}}
}}

Revision as of 15:56, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκροσίδηρος Medium diacritics: ἀκροσίδηρος Low diacritics: ακροσίδηρος Capitals: ΑΚΡΟΣΙΔΗΡΟΣ
Transliteration A: akrosídēros Transliteration B: akrosidēros Transliteration C: akrosidiros Beta Code: a)krosi/dhros

English (LSJ)

ον,

   A pointed or tipped with iron, AP6.95 (Antiphil.).

German (Pape)

[Seite 85] μύωψ, mit eiserner Spitze, Antiphil. 4 (VI, 95).

Greek (Liddell-Scott)

ἀκροσίδηρος: -ον, ὁ ἔχων ἄκρον, αἰχμὴν ἐκ σιδήρου, Ἀνθ. Π. 6. 95.

Greek Monolingual

ἀκροσίδηρος, -ον (Α)
αυτός που έχει σιδερένια άκρη, αιχμή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο- (Ι) + σίδηρος.

Greek Monotonic

ἀκροσίδηρος: -ον, αυτός που έχει αιχμή, άκρη ή έχει επενδυθεί με σίδηρο, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ἀκροσίδηρος: дор. ἀκροσίδᾱρος 2 с железным наконечником (μύωψ Anth.).