ἀλύμαντος: Difference between revisions
From LSJ
(3) |
(1) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀλύμαντος]] -ον (AM) [[λυμαίνομαι]]<br />αυτός που δεν έπαθε ή δεν μπορεί να πάθει [[βλάβη]], [[αβλαβής]], [[αναλλοίωτος]], [[ανέπαφος]]. | |mltxt=[[ἀλύμαντος]] -ον (AM) [[λυμαίνομαι]]<br />αυτός που δεν έπαθε ή δεν μπορεί να πάθει [[βλάβη]], [[αβλαβής]], [[αναλλοίωτος]], [[ανέπαφος]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀλύμαντος:''' (ῡ) неповрежденный, невредимый: γήρᾳ ἀ. Plut. не стареющий. | |||
}} | }} |
Revision as of 16:00, 31 December 2018
English (LSJ)
[ῡ], ον,
A unhurt, unimpaired, Plu.2.5e, Porph. ap. Eus. PE11.28.
German (Pape)
[Seite 110] unbeschädigt, γήρᾳ Plut. ed. lib. 8.
Greek (Liddell-Scott)
ἀλύμαντος: [ῡ], -ον, ἄβλαπτος, μὴ παθὼν βλάβην, σῶος, Πλούτ. 2. 5Ε.
Spanish (DGE)
-ον
• Prosodia: [-ῡ-]
1 inalterable, incólume θείου συστήματος ... ἀλυμάντου del alma, Porph. en Eus.PE 11.28.3
•c. dat. γήρᾳ δ' ἀλύμαντος Plu.2.5e.
2 inalterado ἀλύμαντα τὰ τῆς προφορᾶς A.D.Pron.97.19, μέτρον Tz.Metr.Pind.23.27.
Greek Monolingual
ἀλύμαντος -ον (AM) λυμαίνομαι
αυτός που δεν έπαθε ή δεν μπορεί να πάθει βλάβη, αβλαβής, αναλλοίωτος, ανέπαφος.
Russian (Dvoretsky)
ἀλύμαντος: (ῡ) неповрежденный, невредимый: γήρᾳ ἀ. Plut. не стареющий.