ἀμφιστρατάομαι: Difference between revisions
From LSJ
Βέβαιον οὐδέν ἐστιν ἐν θνητῷ βίῳ → Nihil, ut videtur, proprium in vita datur → Nichts Festes gibt's im Leben eines Sterblichen
(2) |
(1) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀμφιστρᾰτάομαι:''' αποθ., [[περικυκλώνω]] με στρατό, [[πολιορκώ]], Επικ. γʹ πληθ. παρατ. <i>ἀμφεστρατόωντο πόλιν</i>, σε Ομήρ. Ιλ. | |lsmtext='''ἀμφιστρᾰτάομαι:''' αποθ., [[περικυκλώνω]] με στρατό, [[πολιορκώ]], Επικ. γʹ πληθ. παρατ. <i>ἀμφεστρατόωντο πόλιν</i>, σε Ομήρ. Ιλ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀμφιστρᾰτάομαι:''' вести осаду, осаждать (πόλιν Hom.). | |||
}} | }} |
Revision as of 16:16, 31 December 2018
English (LSJ)
Dep.,
A beleaguer, besiege, Ep. impf. ἀμφεστρατόωντο πόλιν Il.11.713.
German (Pape)
[Seite 144] umlagern, πόλιν Il. 11, 713.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμφιστρᾰτάομαι: ἀποθ. περικυκλώνω διὰ στρατοῦ, πολιορκῶ, Ἐπ. πρκμ. ἀμφεστρατόωντο πόλιν Ἰλ. Λ. 713.
French (Bailly abrégé)
-ῶμαι;
impf. 3ᵉ pl. épq. ἀμφεστρατόωντο;
entourer de troupes, assiéger.
Étymologie: ἀμφί, στρατός.
English (Autenrieth)
besiege, only ipf., ἀμφεστρατόωντο, Il. 11.713†.
Spanish (DGE)
(ἀμφιστρᾰτάομαι) sitiar (πόλιν) ἀμφεστρατόωντο Il.11.713.
Greek Monotonic
ἀμφιστρᾰτάομαι: αποθ., περικυκλώνω με στρατό, πολιορκώ, Επικ. γʹ πληθ. παρατ. ἀμφεστρατόωντο πόλιν, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
ἀμφιστρᾰτάομαι: вести осаду, осаждать (πόλιν Hom.).