ἀναύχην: Difference between revisions
From LSJ
ὣς ὁ μὲν ἔνθ' ἀπόλωλεν, ἐπεὶ πίεν ἁλμυρὸν ὕδωρ → so there he perished, when he had drunk the salt water
(4) |
(1) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀναύχην]], ο, η (Α) [[αυχήν]]<br />[[εκείνος]] που δεν έχει αυχένα, λαιμό. | |mltxt=[[ἀναύχην]], ο, η (Α) [[αυχήν]]<br />[[εκείνος]] που δεν έχει αυχένα, λαιμό. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀναύχην:''' ενος adj. лишенный шеи (κόρσαι Emped. ap. Arst.). | |||
}} | }} |
Revision as of 16:20, 31 December 2018
English (LSJ)
ενος, ὁ, ἡ,
A without neck or throat, Emp.57.
German (Pape)
[Seite 212] ohne Hals, Empedocl. 219.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναύχην: -ενος, ὁ, ἡ, ἄνευ αὐχένος ἢ λαιμοῦ, ᾗ πολλῶν μὲν κόρσαι ἀναύχενες ἀβλάστησαν Ἐμπεδοκλῆς παρ’ Ἀριστ. π. Ψυχ. Γ. 6.
Spanish (DGE)
-ενος
sin cuello κόρσαι ἀναύχενες ἐβλάστησαν Emp.B 57, ὄφις ... αὐχέν' ἀναύχην Call.Fr.575, θήρ Gr.Naz.M.37.1559A.
Greek Monolingual
ἀναύχην, ο, η (Α) αυχήν
εκείνος που δεν έχει αυχένα, λαιμό.
Russian (Dvoretsky)
ἀναύχην: ενος adj. лишенный шеи (κόρσαι Emped. ap. Arst.).