ἀναφορέω: Difference between revisions

From LSJ

Θέλων καλῶς ζῆν μὴ τὰ τῶν φαύλων φρόνει → Victurus bene, ne mentem pravorum geras → Wenn gut du leben willst, zeig nicht der Schlechten Sinn

Menander, Monostichoi, 232
(2)
(1)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀναφορέω:''' θαμιστικό του [[ἀναφέρω]] I, σε Ηρόδ., Θουκ.
|lsmtext='''ἀναφορέω:''' θαμιστικό του [[ἀναφέρω]] I, σε Ηρόδ., Θουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀναφορέω:''' Her., Thuc. frequ. к [[ἀναφέρω]].
}}
}}

Revision as of 16:24, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναφορέω Medium diacritics: ἀναφορέω Low diacritics: αναφορέω Capitals: ΑΝΑΦΟΡΕΩ
Transliteration A: anaphoréō Transliteration B: anaphoreō Transliteration C: anaforeo Beta Code: a)nafore/w

English (LSJ)

   A = ἀναφέρω 1, but used in a frequentat. sense, Hdt.3.102,111, Th.4.115.

German (Pape)

[Seite 214] = ἀναφέρω 1), Her. 3, 102 u. öfter.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναφορέω: ἀναφέρω Ι, ἀναβιβάζω, ἀλλ’ ἐν χρήσει μετὰ θαμιστικῆς ἐννοίας, οἱ μύρμηκες ποιεύμενοι οἴκησιν ὑπὸ γῆν ἀναφορέουσι τὴν ψάμμον Ἡρόδ. 3. 102, 111, Θουκ. 4. 115.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
porter en haut.
Étymologie: ἀναφορά.

Spanish (DGE)

1 llevar hacia arriba, subir καὶ ὕδατος ἀμφορέας πολλοὺς καὶ πίθους ἀνεφόρησαν Th.4.115.
2 sacar, excavar οἱ μύρμηκες ... τὴν ψάμμον Hdt.3.102.

Greek Monotonic

ἀναφορέω: θαμιστικό του ἀναφέρω I, σε Ηρόδ., Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἀναφορέω: Her., Thuc. frequ. к ἀναφέρω.