ἀνέγερτος: Difference between revisions

From LSJ

ὃ σὺ μισεῖς ἑτέρῳ μὴ ποιήσεις → don't do to others what you don't want them to do to you

Source
(4)
(1)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀνέγερτος]], -ον (Α) [[ανεγείρω]]<br />(για ύπνο) [[αξύπνητος]], αυτός που δεν μπορεί να διακοπεί.
|mltxt=[[ἀνέγερτος]], -ον (Α) [[ανεγείρω]]<br />(για ύπνο) [[αξύπνητος]], αυτός που δεν μπορεί να διακοπεί.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀνέγερτος:''' непробудный ([[ὕπνος]] Arst.).
}}
}}

Revision as of 16:24, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνέγερτος Medium diacritics: ἀνέγερτος Low diacritics: ανέγερτος Capitals: ΑΝΕΓΕΡΤΟΣ
Transliteration A: anégertos Transliteration B: anegertos Transliteration C: anegertos Beta Code: a)ne/gertos

English (LSJ)

ον,

   A not broken by waking, ἀ. ὕπνος Arist.GA779a3, EE1216a3.

German (Pape)

[Seite 219] nicht aufgeweckt, unerwecklich, ὕπνος Arist. Eth. eud. 1, 5.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνέγερτος: -ον, ἀξύπνητος, καθεύδειν ἀνέγερτον ὕπνον Ἀριστ. Ἠθ. Εὐδ. 1. 5, 6· οὐθεὶς γὰρ ὕπνος ἀνέγερτος Ἀριστ. π. Γεν. Ζ. 5. 1, 11. - Ἐπίρρ. -τως Ἰουστῖν. Μ.

Spanish (DGE)

-ον
I 1que no tiene despertar οὐθεὶς γὰρ ὕπνος ἀνέγερτος pues no hay sueño sin despertar Arist.GA 779a3, cf. EE 1216a3.
2 irreversible, definitivo ἡ ... τῶν μυστηρίων μετάδοσις, ῥῆξίς ἐστιν ἀ. τοῖς καταφρονητικῶς μεταδιδοῦσιν Isid.Pel.Ep.M.78.280A.
II adv. -ως
1 sin levantarse τίς εἶδε ... ἐγειρόμενον ἀνεγέρτως Euther.Confut.M.28.1357C.
2 sin resurrección ἀνεγέρτως μένειν Iust.Phil.Qu.et Resp.M.68.1357C.

Greek Monolingual

ἀνέγερτος, -ον (Α) ανεγείρω
(για ύπνο) αξύπνητος, αυτός που δεν μπορεί να διακοπεί.

Russian (Dvoretsky)

ἀνέγερτος: непробудный (ὕπνος Arst.).