ἀνθρωπογράφος: Difference between revisions

From LSJ

ὀλίγοι τινὲς ὧν ἐντετύχηκα → a very few whom I've met

Source
(4)
(1)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀνθρωπογράφος]], ο (Α)<br />ο [[ζωγράφος]] που κάνει προσωπογραφίες.
|mltxt=[[ἀνθρωπογράφος]], ο (Α)<br />ο [[ζωγράφος]] που κάνει προσωπογραφίες.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀνθρωπογράφος:''' ὁ живописец-портретист Plin.
}}
}}

Revision as of 16:32, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνθρωπογράφος Medium diacritics: ἀνθρωπογράφος Low diacritics: ανθρωπογράφος Capitals: ΑΝΘΡΩΠΟΓΡΑΦΟΣ
Transliteration A: anthrōpográphos Transliteration B: anthrōpographos Transliteration C: anthropografos Beta Code: a)nqrwpogra/fos

English (LSJ)

[ᾰ], ὁ,

   A painter of men, Plin.HN35.113.

German (Pape)

[Seite 234] ὁ, Menschenmaler.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνθρωπογράφος: [ᾰ], ὁ, ὁ ζωγραφῶν ἀνθρώπους ἐν Πλιν. Φυσ. Ἱστ. 35. 37.

Spanish (DGE)

-ον pintor de hombres Plin.HN 35.113.

Greek Monolingual

ἀνθρωπογράφος, ο (Α)
ο ζωγράφος που κάνει προσωπογραφίες.

Russian (Dvoretsky)

ἀνθρωπογράφος: ὁ живописец-портретист Plin.