ἀνεψιότης: Difference between revisions
Φίλιππον ἐπιστῆσαι τοῖς πράγμασι τούτοις → let Philip have a hand in the business, surrender control to Philip
(4) |
(1) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀνεψιότης]], η (Α)<br />η [[συγγένεια]] των εξαδέλφων, [[κυρίως]] των πρώτων. | |mltxt=[[ἀνεψιότης]], η (Α)<br />η [[συγγένεια]] των εξαδέλφων, [[κυρίως]] των πρώτων. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀνεψιότης:''' ητος ἡ двоюродное родство, тж. родственная связь Plat., Dem. | |||
}} | }} |
Revision as of 16:32, 31 December 2018
English (LSJ)
ητος, ἡ,
A relationship of cousins, esp. in phrase ἐντὸς ἀνεψιότητος Pl.Lg. 871b, Lexap.D.43.57.
German (Pape)
[Seite 228] ἡ, Vetterschaft, Dem. 43, 57, im Gesetz, ἐντὸς ἀνεψιότητος καὶ ἀνεψιοῦ u. s. w.; Plat. Legg. IX, 871 b.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνεψιότης: -ητος, ἡ, ἡ τῶν ἐξαδέλφων συγγένεια, κυρίως ἡ τῶν πρώτων ἐξαδέλφων, Πλάτ. Νόμ. 871Β, Δημ. 1068 ἐν τέλ.
Spanish (DGE)
-ητος, ἡ
• Grafía: gen. graf. ἀνεφσιότɛ̄τος Sol.Lg.5a
• Prosodia: [ᾰ-]
parentesco de primo carnal μέχρι ἀν εφσι ότɛ̄τος Sol.l.c., λέγεται καὶ ἀνεψιότης Sol.Lg.5c, cf. 5b, 5d, Lys.Fr.299S., Pl.Lg.871b, D.43.63, Hsch.
Greek Monolingual
ἀνεψιότης, η (Α)
η συγγένεια των εξαδέλφων, κυρίως των πρώτων.
Russian (Dvoretsky)
ἀνεψιότης: ητος ἡ двоюродное родство, тж. родственная связь Plat., Dem.