ἀνήθινος: Difference between revisions
Ῥᾷον παραινεῖν ἢ παθόντα καρτερεῖν → Patientiam suadere facile, non pati → Es spricht sich leichter zu, als stark zu sein im Leid
(3) |
(1) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀνήθῐνος:''' -η, -ον ([[ἄνηθον]]), φτιαγμένος από [[άνηθο]], σε Θεόκρ. | |lsmtext='''ἀνήθῐνος:''' -η, -ον ([[ἄνηθον]]), φτιαγμένος από [[άνηθο]], σε Θεόκρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀνήθῐνος:''' дор. [[ἀνήτινος|ἀνήτῐνος]] 2 сделанный из укропа ([[στέφανος]] Theocr.). | |||
}} | }} |
Revision as of 16:32, 31 December 2018
English (LSJ)
η, ον,
A made of dill, στέφανος (in form ἀνήτ-) Theoc. 7.63; οἶνος Dsc.5.65; μύρον Id.1.51, cf. Aret.CA1.2; cf. ἀνήτινος, ἀννήθιον.
German (Pape)
[Seite 228] von Dill, ἄνηθον, gemacht, στέφανος Theocr. 7, 63.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνήθινος: -η, -ον, ὁ ἐξ ἀνήθου κατεσκευασμένος ἢ παρεσκευασμένος, στέφανος (κατὰ τύπ. ἀνήτ-), ἀνήτινος ἢ ῥοδόεντα Θεόκρ. 7. 63: - μύρων Διοσκ. 1. 61, πρβλ. Ἀρετ. Ὀξ. Νούσ. Θεραπευτ. 1.2.
French (Bailly abrégé)
η, ον :
1 d’aneth;
2 parfumé d’aneth.
Étymologie: ἄνηθον.
Spanish (DGE)
(ἀνήθῐνος) -η, -ον
• Alolema(s): ἀνήτινος Theoc.7.63
de eneldo στέφανος Theoc.l.c., μύρον Dsc.1.51, cf. Aret.CA 1.2.5, Tz.Comm.Ar.1.165.10
•sazonado con eneldo οἶνος Dsc.5.65.
Greek Monolingual
ἀνήθινος και ἀνήτινος, -η, -ον (AM)
κατασκευασμένος με άνηθο ή από άνηθο (για στεφάνια, κρασί, ποτά, φάρμακα).
Greek Monotonic
ἀνήθῐνος: -η, -ον (ἄνηθον), φτιαγμένος από άνηθο, σε Θεόκρ.
Russian (Dvoretsky)
ἀνήθῐνος: дор. ἀνήτῐνος 2 сделанный из укропа (στέφανος Theocr.).