ἀνυπαρξία: Difference between revisions
Οὐ παύσεσθε, εἶπεν, ἡμῖν ὑπεζωσμένοις ξίφη νόμους ἀναγινώσκοντες; → What! will you never cease prating of laws to us that have swords by our sides? | Stop quoting the laws to us. We carry swords.
(5) |
(1) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (Α [[ἀνυπαρξία]])<br />το να μην υπάρχει, να μην υφίσταται [[κάποιος]] ή [[κάτι]]. | |mltxt=η (Α [[ἀνυπαρξία]])<br />το να μην υπάρχει, να μην υφίσταται [[κάποιος]] ή [[κάτι]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀνυπαρξία:''' ἡ несуществование, отсутствие: [[ὕπαρξις]] ἢ ἀ. Sext. наличие или отсутствие. | |||
}} | }} |
Revision as of 16:44, 31 December 2018
English (LSJ)
ἡ,
A non-existence, nonentity, Phld.Mort.28, Antip.Stoic.3.252, S.E.P.1.21, Plot.5.5.2. 2 absence of predication, ἡ ἀπόφασις said to be ἀναίρεσις (τῆς φάσεως) καὶ ἀ. Alex.Aphr. in Top. 409.19.
German (Pape)
[Seite 266] ἡ, das Nichtvorhandensein, Sext. Emp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνῠπαρξία: ἡ, τὸ μὴ ὑπάρχειν, Σέξτ. Ἐμπ. Π. 1. 21, κτλ.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
1 inexistencia Phld.Mort.28.16, Antip.Stoic.3.252, S.E.P.1.21, Plot.5.5.2, Alex.Aphr.in Top.409.19
•aniquilación, la nada εἰς ἀναίρεσιν καὶ ἀ. τὴν ψυχὴν ... ἄγειν Gr.Nyss.M.46.72C, ἐὰν γὰρ ἀποθάνῃ ἄνθρωπος ... οὐκ εἰς ἀ. χωρεῖ Olymp.M.93.168C, cf. Gr.Nyss.Eun.3.7.49, Clem.Al.Strom.2.12.55.
2 en plu. terrores Aq.Ib.18.11.
Greek Monolingual
η (Α ἀνυπαρξία)
το να μην υπάρχει, να μην υφίσταται κάποιος ή κάτι.
Russian (Dvoretsky)
ἀνυπαρξία: ἡ несуществование, отсутствие: ὕπαρξις ἢ ἀ. Sext. наличие или отсутствие.