ἀντιδιαίρεσις: Difference between revisions

From LSJ

ἐν τῷ ῥά σφι κύκησε γυνὴ εἰκυῖα θεῆισιν οἴνῳ Πραμνείῳ, ἐπὶ δ' αἴγειον κνῆ τυρόν κνήστι χαλκείῃ, ἐπὶ δ' ἄλφιτα λευκὰ πάλυνε. → In it the woman, like the goddesses, mixed Pramnian wine for them, and over it she grated goat cheese with a bronze grater, and sprinkled white barley on it.

Source
(4)
(1)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀντιδιαίρεσις]], η (Α)<br /><b>(Λογ.)</b> διχοτομική [[υποδιαίρεση]] έννοιας γένους σε δύο έννοιες είδους αντιφατικά αντίθετες (π.χ., από τα όντα [[είναι]] άλλα [[αγαθά]] και άλλα μη [[αγαθά]]).
|mltxt=[[ἀντιδιαίρεσις]], η (Α)<br /><b>(Λογ.)</b> διχοτομική [[υποδιαίρεση]] έννοιας γένους σε δύο έννοιες είδους αντιφατικά αντίθετες (π.χ., από τα όντα [[είναι]] άλλα [[αγαθά]] και άλλα μη [[αγαθά]]).
}}
{{elru
|elrutext='''ἀντιδιαίρεσις:''' εως ἡ лог. разделение, противопоставление, различение Diog. L.
}}
}}

Revision as of 16:44, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντιδιαίρεσις Medium diacritics: ἀντιδιαίρεσις Low diacritics: αντιδιαίρεσις Capitals: ΑΝΤΙΔΙΑΙΡΕΣΙΣ
Transliteration A: antidiaíresis Transliteration B: antidiairesis Transliteration C: antidiairesis Beta Code: a)ntidiai/resis

English (LSJ)

εως, ἡ, in Logic,

   A division by dichotomy, Plot.4.4.28, 6.3.10, D.L.7.61, Iamb.Myst.1.15.    II in Surgery, counterincision, Paul.Aeg.4.48.

German (Pape)

[Seite 251] ἡ, Gegenabtheilung, Galen.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντιδιαίρεσις: -εως, ἡ, ἐν τῇ λογικῇ, ἡ κατ’ ἐναντίωσιν διαίρεσις, ὑποδιαίρεσις, ἀντιδιαίρεσίς ἐστι γένους εἰς εἶδος τομὴ κατὰ τοὐναντίον, ὡς ἂν κατ’ ἀπόφασιν, οἷον ‘τῶν ὄντων τὰ μέν ἐστιν ἀγαθὰ τὰ δὲ οὐκ ἀγαθὰ’ Διογ. Λ. 7. 61, Πλωτῖν. 4. 4, 28., 6. 3, 10.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
1 lóg. división en dicotomías ἀ. δέ ἐστι γένους εἰς εἶδος τομὴ κατὰ τοὐναντίον Diog.Bab.Stoic.3.215, cf. D.L.7.61, Plot.4.4.28, 6.3.10, Iambl.Myst.1.15.
2 cirug. incisión o corte opuesto a otro ya existente, Gal.1.386, 11.128, Paul.Aeg.4.48.1.

Greek Monolingual

ἀντιδιαίρεσις, η (Α)
(Λογ.) διχοτομική υποδιαίρεση έννοιας γένους σε δύο έννοιες είδους αντιφατικά αντίθετες (π.χ., από τα όντα είναι άλλα αγαθά και άλλα μη αγαθά).

Russian (Dvoretsky)

ἀντιδιαίρεσις: εως ἡ лог. разделение, противопоставление, различение Diog. L.