ἀπαλλότριος: Difference between revisions
From LSJ
Θησαυρός ἐστι τῶν κακῶν κακὴ γυνή → Ingens mali thesaurus est mulier mala → Ein Schatz an allem Schlechten ist ein schlechtes Weib
(5) |
(1) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀπαλλότριος]], -ον (Α)<br />αυτός που απαλλοτριώθηκε, που περιήλθε στην [[κυριαρχία]] άλλου. | |mltxt=[[ἀπαλλότριος]], -ον (Α)<br />αυτός που απαλλοτριώθηκε, που περιήλθε στην [[κυριαρχία]] άλλου. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀπαλλότριος:''' доставшийся другим ([[πολιτεία]] Diod.). | |||
}} | }} |
Revision as of 16:44, 31 December 2018
English (LSJ)
α, ον,
A given over to strangers, πολιτεῖαι D.S.11.76.
German (Pape)
[Seite 277] πολιτεία, die verlorene Verfassung, D. Sic. 11, 76, l. d.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπαλλότριος: -α, -ον, ὁ ἀπαλλοτριωθείς, ὁ δοθείς εἰς ξένους Διόδ. 11. 76.
Spanish (DGE)
-α, -ον introducido por extranjeros πολιτεῖαι D.S.11.76.
Greek Monolingual
ἀπαλλότριος, -ον (Α)
αυτός που απαλλοτριώθηκε, που περιήλθε στην κυριαρχία άλλου.
Russian (Dvoretsky)
ἀπαλλότριος: доставшийся другим (πολιτεία Diod.).