ἀπαλλότριος: Difference between revisions

From LSJ

Θησαυρός ἐστι τῶν κακῶν κακὴ γυνή → Ingens mali thesaurus est mulier mala → Ein Schatz an allem Schlechten ist ein schlechtes Weib

Menander, Monostichoi, 233
(5)
(1)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀπαλλότριος]], -ον (Α)<br />αυτός που απαλλοτριώθηκε, που περιήλθε στην [[κυριαρχία]] άλλου.
|mltxt=[[ἀπαλλότριος]], -ον (Α)<br />αυτός που απαλλοτριώθηκε, που περιήλθε στην [[κυριαρχία]] άλλου.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀπαλλότριος:''' доставшийся другим ([[πολιτεία]] Diod.).
}}
}}

Revision as of 16:44, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπαλλότριος Medium diacritics: ἀπαλλότριος Low diacritics: απαλλότριος Capitals: ΑΠΑΛΛΟΤΡΙΟΣ
Transliteration A: apallótrios Transliteration B: apallotrios Transliteration C: apallotrios Beta Code: a)pallo/trios

English (LSJ)

α, ον,

   A given over to strangers, πολιτεῖαι D.S.11.76.

German (Pape)

[Seite 277] πολιτεία, die verlorene Verfassung, D. Sic. 11, 76, l. d.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπαλλότριος: -α, -ον, ὁ ἀπαλλοτριωθείς, ὁ δοθείς εἰς ξένους Διόδ. 11. 76.

Spanish (DGE)

-α, -ον introducido por extranjeros πολιτεῖαι D.S.11.76.

Greek Monolingual

ἀπαλλότριος, -ον (Α)
αυτός που απαλλοτριώθηκε, που περιήλθε στην κυριαρχία άλλου.

Russian (Dvoretsky)

ἀπαλλότριος: доставшийся другим (πολιτεία Diod.).