ἀπανθρακόω: Difference between revisions

From LSJ

Ζῆν οὐκ ἔδει γυναῖκα κατὰ πολλοὺς τρόπους → Nullam esse decuit feminam multis modis → Kein Leben steht der Frau aus vielen Gründen zu

Menander, Monostichoi, 198
(3)
(1)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀπανθρακόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i>, [[κατακαίω]] [[κάτι]] ώσπου να μεταβληθεί σε [[κάρβουνο]], [[απανθρακώνω]], σε Λουκ.
|lsmtext='''ἀπανθρακόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i>, [[κατακαίω]] [[κάτι]] ώσπου να μεταβληθεί σε [[κάρβουνο]], [[απανθρακώνω]], σε Λουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀπανθρᾰκόω:''' превращать в уголь, обугливать (τινα Luc.).
}}
}}

Revision as of 16:48, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπανθρᾰκόω Medium diacritics: ἀπανθρακόω Low diacritics: απανθρακόω Capitals: ΑΠΑΝΘΡΑΚΟΩ
Transliteration A: apanthrakóō Transliteration B: apanthrakoō Transliteration C: apanthrakoo Beta Code: a)panqrako/w

English (LSJ)

   A burn to a cinder, ἀπηνθράκωσεν Luc.DMort.20.4:—Pass., Id.DMar.11.1, Peregr.1.

German (Pape)

[Seite 278] ganz zu Kohlen verbrennen, Luc. Peregr. 1 u. öfter.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπανθρακόω: καίω τι ἕως οὗ μεταβληθῇ εἰς ἄνθρακα, ἀπηνθράκωσεν Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 20. 4: - Παθ,. ὁ αὐτ. Ἐνάλ. Διάλ. 11. 1 Περεγρ. 1, κτλ.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
réduire en charbon.
Étymologie: ἀπό, ἀνθρακόω.

Spanish (DGE)

1 abrasar, reducir a pavesas σε Luc.DMort.20.4.
2 en v. med. abrasarse Luc.DMar.11.1, Fug.2, Peregr.1.

Greek Monotonic

ἀπανθρακόω: μέλ. -ώσω, κατακαίω κάτι ώσπου να μεταβληθεί σε κάρβουνο, απανθρακώνω, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἀπανθρᾰκόω: превращать в уголь, обугливать (τινα Luc.).