ἀπαλοάω: Difference between revisions

From LSJ

Τῶν εὐτυχούντων πάντες εἰσὶ συγγενεῖς → Felicium se quisque cognatum vocat → Ein jeder wähnt sich mit den Glücklichen verwandt

Menander, Monostichoi, 510
(3)
(1)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀπᾰλοάω:''' ποιητ. -[[οιάω]], μέλ. <i>-ήσω</i>, [[αλωνίζω]]· [[σῖτος]] ἀπηλοημένος (μτχ. Παθ. παρακ.), σε Δημ.· μεταφ., [[χτυπώ]], [[δέρνω]], [[συνθλίβω]], [[μωλωπίζω]], σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''ἀπᾰλοάω:''' ποιητ. -[[οιάω]], μέλ. <i>-ήσω</i>, [[αλωνίζω]]· [[σῖτος]] ἀπηλοημένος (μτχ. Παθ. παρακ.), σε Δημ.· μεταφ., [[χτυπώ]], [[δέρνω]], [[συνθλίβω]], [[μωλωπίζω]], σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀπᾰλοάω:''' эп. [[ἀπαλοιάω]]<br /><b class="num">1)</b> обмолачивать ([[σῖτος]] ἀπηλοημένος Dem.);<br /><b class="num">2)</b> раздроблять, ломать (ὀστέα Hom.).
}}
}}

Revision as of 16:52, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπᾰλοάω Medium diacritics: ἀπαλοάω Low diacritics: απαλοάω Capitals: ΑΠΑΛΟΑΩ
Transliteration A: apaloáō Transliteration B: apaloaō Transliteration C: apaloao Beta Code: a)paloa/w

English (LSJ)

poet. ἀπαλλοτρι-οιάω,

   A thresh out, σῖτος ἀπηλοημένος D.42.6.    2 metaph., bruise, crush, Il.4.522; generally, destroy, Nonn.D.9.320.

German (Pape)

[Seite 277] p. ἀπαλοιάω, eigtl. ausdreschen, σῖτος ἀπηλοημένος Dem. 42, 5; Theophr.; zerdreschen, zerprügeln, ὀστέα ἀπηλοίησεν Il. 4, 522.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπᾰλοάω: ποιητ. -οιάω: μέλλ. -ήσω, ἁλωνίζω, σῖτος ἀπηλοημένος, «ἁλωνισμένον σιτάρι», Δημ. 1042. 22. 2) μεταφ. θραύω, συντρίβω, ἄχρις ἀπηλοίησεν Ἰλ. Δ. 522· ἐν γένει σημαίνει, κατασυντρίβω, καταστρέφω, Νόνν. Δ. 9. 320.

French (Bailly abrégé)

épq. ἀπαλοιάω;
battre le blé ; battre, broyer.
Étymologie: ἀπό, ἀλοάω.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): poét. -οιάω Il.4.522, Nonn.D.9.320
aplastar una pierna por una roca Il.l.c.
trillar en v. pas. σῖτος ... ἀπηλοημένος D.42.6
destruir οὓς ... ἀπηλοίησε Θεμιστώ Nonn.D.l.c.

Greek Monotonic

ἀπᾰλοάω: ποιητ. -οιάω, μέλ. -ήσω, αλωνίζω· σῖτος ἀπηλοημένος (μτχ. Παθ. παρακ.), σε Δημ.· μεταφ., χτυπώ, δέρνω, συνθλίβω, μωλωπίζω, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

ἀπᾰλοάω: эп. ἀπαλοιάω
1) обмолачивать (σῖτος ἀπηλοημένος Dem.);
2) раздроблять, ломать (ὀστέα Hom.).