ἀπανδόκευτος: Difference between revisions
From LSJ
Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
(5) |
(1) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀπανδόκευτος]] (-ον) (Α) [[πανδοκεύω]]<br />αυτός που δεν έχει [[πανδοχείο]] για να ξεκουραστούν οι ταξιδιώτες («[[βίος]] [[ἀνεόρταστος]], μακρὰ ὁδὸς [[ἀπανδόκευτος]]», Δημόκρ.). | |mltxt=[[ἀπανδόκευτος]] (-ον) (Α) [[πανδοκεύω]]<br />αυτός που δεν έχει [[πανδοχείο]] για να ξεκουραστούν οι ταξιδιώτες («[[βίος]] [[ἀνεόρταστος]], μακρὰ ὁδὸς [[ἀπανδόκευτος]]», Δημόκρ.). | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀπανδόκευτος:''' не имеющий постоялых дворов ([[ὁδός]] Democr.). | |||
}} | }} |
Revision as of 16:52, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A without an inn to rest at, ὁδός Democr.230.
German (Pape)
[Seite 278] ohne Gastgelage, Democrit. bei Stob.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπανδόκευτος: -ον, ἄνευ πανδοκείου πρὸς ἀνάπαυσιν, βίος ἀνεόρταστος, μακρὰ ὁδὸς ἀπανδόκευτος Δημόκρ. παρὰ Στοβ. 154. 38.
Spanish (DGE)
-ον carente de posadas ὁδός Democr.B 230.
Greek Monolingual
ἀπανδόκευτος (-ον) (Α) πανδοκεύω
αυτός που δεν έχει πανδοχείο για να ξεκουραστούν οι ταξιδιώτες («βίος ἀνεόρταστος, μακρὰ ὁδὸς ἀπανδόκευτος», Δημόκρ.).
Russian (Dvoretsky)
ἀπανδόκευτος: не имеющий постоялых дворов (ὁδός Democr.).