ἀποπίνω: Difference between revisions

From LSJ

ὁπόσον τῷ ποδὶ περρέχει τᾶς γᾶς, τοῦτο χάριςevery inch of his stature is grace, from top to toe he's a complete charmer

Source
(3)
(1)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀποπίνω:''' [ῑ], μέλ. -[[πίομαι]], αόρ. βʹ <i>-έπῐον</i>· [[πίνω]] [[μέρος]] του ποτού από ένα μεγάλο [[αγγείο]], σε Ηρόδ.
|lsmtext='''ἀποπίνω:''' [ῑ], μέλ. -[[πίομαι]], αόρ. βʹ <i>-έπῐον</i>· [[πίνω]] [[μέρος]] του ποτού από ένα μεγάλο [[αγγείο]], σε Ηρόδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀποπίνω:''' (ῑ) выпивать Her.
}}
}}

Revision as of 17:00, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποπίνω Medium diacritics: ἀποπίνω Low diacritics: αποπίνω Capitals: ΑΠΟΠΙΝΩ
Transliteration A: apopínō Transliteration B: apopinō Transliteration C: apopino Beta Code: a)popi/nw

English (LSJ)

[ῑ],

   A drink up, drink off, Hdt.4.70; ὅσον ἂν ἀποπίῃ Critias 33: abs., Philostr.Ep.60.

German (Pape)

[Seite 319] (s. πίνω), davon trinken, Her. 4, 70; Philostr.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποπίνω: [ῑ], μέλλ. -πίομαι, πίνω μέρος τοῦ ποτοῦ, κατεύχονται πολλὰ καὶ ἔπειτα ἀποπίνουσιν (ἐκ τῆς μεγάλης κύλικος) Ἡρόδ. 4. 70, ἔνθα ὑπονοητέον τὸν οἶνον· εἰ δὲ καὶ ἀποπίοις ποτέ, πᾶν τὸ καταλειπόμενον γίνεται θερμότερον τῷ ἄσθματι Φιλοστρ. Ἐπισπ. 23, σ. 923· μ. γεν., δριμέος ὄξους ἀπέπιεν Συνέσ. 20D.

French (Bailly abrégé)

boire de, gén..
Étymologie: ἀπό, πίνω.

Spanish (DGE)

beber, apurar hasta el fondo abs. Hdt.4.70, Philostr.Ep.60, PMag.13.441
ὅσον ἂν ἀποπίῃ Critias B 33.

Greek Monolingual

ἀποπίνω)
νεοελλ.
πίνω εντελώς
αρχ.
πίνω μέρος μόνο από κάποιο ποτό.

Greek Monotonic

ἀποπίνω: [ῑ], μέλ. -πίομαι, αόρ. βʹ -έπῐον· πίνω μέρος του ποτού από ένα μεγάλο αγγείο, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

ἀποπίνω: (ῑ) выпивать Her.