ἀποπίνω

From LSJ

πρέπει γὰρ τοὺς παῖδας ὥσπερ τῆς οὐσίας οὕτω καὶ τῆς φιλίας τῆς πατρικῆς κληρονομεῖν → it is right that children inherit their fathers' friendships just as they would their possessions

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποπίνω Medium diacritics: ἀποπίνω Low diacritics: αποπίνω Capitals: ΑΠΟΠΙΝΩ
Transliteration A: apopínō Transliteration B: apopinō Transliteration C: apopino Beta Code: a)popi/nw

English (LSJ)

[ῑ], drink up, drink off, Hdt.4.70; ὅσον ἂν ἀποπίῃ Critias 33: abs., Philostr.Ep.60.

Spanish (DGE)

beber hasta el fondo, apurar hasta el fondo abs. Hdt.4.70, Philostr.Ep.60, PMag.13.441
ὅσον ἂν ἀποπίῃ Critias B 33.

German (Pape)

[Seite 319] (s. πίνω), davon trinken, Her. 4, 70; Philostr.

French (Bailly abrégé)

boire de, gén..
Étymologie: ἀπό, πίνω.

Russian (Dvoretsky)

ἀποπίνω: (ῑ) выпивать Her.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποπίνω: [ῑ], μέλλ. -πίομαι, πίνω μέρος τοῦ ποτοῦ, κατεύχονται πολλὰ καὶ ἔπειτα ἀποπίνουσιν (ἐκ τῆς μεγάλης κύλικος) Ἡρόδ. 4. 70, ἔνθα ὑπονοητέον τὸν οἶνον· εἰ δὲ καὶ ἀποπίοις ποτέ, πᾶν τὸ καταλειπόμενον γίνεται θερμότερον τῷ ἄσθματι Φιλοστρ. Ἐπισπ. 23, σ. 923· μ. γεν., δριμέος ὄξους ἀπέπιεν Συνέσ. 20D.

Greek Monolingual

ἀποπίνω)
νεοελλ.
πίνω εντελώς
αρχ.
πίνω μέρος μόνο από κάποιο ποτό.

Greek Monotonic

ἀποπίνω: [ῑ], μέλ. -πίομαι, αόρ. βʹ -έπῐον· πίνω μέρος του ποτού από ένα μεγάλο αγγείο, σε Ηρόδ.

Middle Liddell

to drink up, drink off, Hdt.

Léxico de magia

beber λαβὼν τὸ γάλα σὺν τῷ μέλιτι ἀπόπιε πρὶν ἀνατολῆς ἡλίου toma la leche con la miel y bébela antes de que salga el sol P I 20 ἐπικαλοῦ τοὺς ὡρογε<ν>εῖς ... καὶ τότε ἀπόπιε invoca a los dioses de las horas y entonces bebe P XIII 441