ἀπλάνητος: Difference between revisions
From LSJ
οὐ σύ με λοιδορεῖς, ἀλλ᾿ ὁ τόπος → it is not thou who mockest me, but the roof on which thou art standing (Aesop)
(3) |
(1) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀπλάνητος:''' -ον, αυτός που δεν μπορεί να περιπλανηθεί ή να παραπλανηθεί, να εξαπατηθεί, σε Βάβρ. | |lsmtext='''ἀπλάνητος:''' -ον, αυτός που δεν μπορεί να περιπλανηθεί ή να παραπλανηθεί, να εξαπατηθεί, σε Βάβρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀπλάνητος:''' Babr. = [[ἀπλανής]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:00, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A that cannot go astray or err, LXX Jb.12.20, Babr.50.20, POxy.237 vi30 (ii A. D.).
German (Pape)
[Seite 292] = ἀπλανής, Clem. Al.; Schol. Soph. O. R. 472 unoerirrt.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπλάνητος: -ον, ὁ μὴ παραπλανώμενος ἢ ἀπατώμενος, Βαρβ. 50, 20, Ἐκκλ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
c. ἀπλανής.
Spanish (DGE)
-ον
• Prosodia: [-ᾰ-]
que no puede errar, infalible σοφὸν τὸ θεῖον κἀπλάνητον Babr.50.21, ὁ ἀ. αἰών PLond.46.467 (IV d.C.), cf. POxy.237.6.30 (II d.C.), Sm.Ib.12.20, BCH 18.21.
Greek Monolingual
ἀπλάνητος, -ον (Α)
αυτός που δεν έχει ή δεν είναι δυνατόν να πλανηθεί.
Greek Monotonic
ἀπλάνητος: -ον, αυτός που δεν μπορεί να περιπλανηθεί ή να παραπλανηθεί, να εξαπατηθεί, σε Βάβρ.
Russian (Dvoretsky)
ἀπλάνητος: Babr. = ἀπλανής.