ἀποτειχισμός: Difference between revisions
From LSJ
Ζῆν ἡδέως οὐκ ἔστιν ἀργὸν καὶ κακόν → Non est, inerst et malus ut vivat suaviter → Ein fauler Schwächling lebt unmöglich angenehm
(3) |
(1b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀποτειχισμός:''' ὁ, = [[ἀποτείχισις]], σε Πλούτ. | |lsmtext='''ἀποτειχισμός:''' ὁ, = [[ἀποτείχισις]], σε Πλούτ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀποτειχισμός:''' ὁ Plut. = [[ἀποτείχισις]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:08, 31 December 2018
English (LSJ)
ὁ,
A = ἀποτείχισις 1, Plu.Nic.18, etc.
German (Pape)
[Seite 330] ὁ, dasselbe, Plut. Nic. 18.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποτειχισμός: -οῦ, ὁ, = ἀποτείχισις, Ι., Πλουτ. Νικ., κτλ.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
retranchement, ligne de défense.
Étymologie: ἀποτειχίζω.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ construcción de un muro Plu.Nic.18.
Greek Monolingual
ἀποτειχισμός, ο (Α)
η αποτείχισις.
Greek Monotonic
ἀποτειχισμός: ὁ, = ἀποτείχισις, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
ἀποτειχισμός: ὁ Plut. = ἀποτείχισις.