ἀποβλίττω: Difference between revisions
Ὁ θάνατος οὐθὲν πρὸς ἡμᾶς, ἐπειδήπερ ὅταν μὲν ἡμεῖς ὦμεν, ὁ θάνατος οὐ πάρεστιν, ὅταν δὲ ὁ θάνατος παρῇ, τόθ' ἡμεῖς οὐκ ἐσμέν. → Death is nothing to us, since when we are, death has not come, and when death has come, we are not.
(3) |
(1) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀποβλίττω:''' μέλ. -βλίσω [ῐ], [[αποκόπτω]] την [[κηρήθρα]] από την [[κυψέλη]]· εξού, [[κλέβω]], [[υφαρπάζω]], σε Αριστοφ. | |lsmtext='''ἀποβλίττω:''' μέλ. -βλίσω [ῐ], [[αποκόπτω]] την [[κηρήθρα]] από την [[κυψέλη]]· εξού, [[κλέβω]], [[υφαρπάζω]], σε Αριστοφ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀποβλίττω:''' досл. вырезывать пчелиные соты, перен. выкрадывать, воровать (τι Arph.; med. Anth.). | |||
}} | }} |
Revision as of 17:08, 31 December 2018
English (LSJ)
A cut out the comb from the hive: hence, steal away, carry off, ὁ δ' ἀπέβλῐσε θοἰμάτιόν μου Ar.Av.498: aor. Med. ἀπεβλίσατο cj. Reisk. in AP7.34 (Antip. Sid.).
German (Pape)
[Seite 297] (s. βλίττω), auszeideln, den Honig aus den Bienenstöcken ausschneiden; übertr., θοἰμάτιόν τινος ἀπέβλισε Ar. Av. 498; ὡς ἀπὸ μουσῶν σμῆνος ἀπεβλίσατο Antp. Sid. 79 (VII, 34).
Greek (Liddell-Scott)
ἀποβλίττω: μέλλ. -βλίσω [ῑ]: ἀποκόπτω τὴν κηρήθραν ἀπὸ τῆς κυψέλης: - ἐντεῦθεν, κλέπτω, ἁρπάζω, ὁ δ’ ἀπέβλισε θοιμάτιόν μου Ἀριστοφ. Ὄρν. 498: - μέσ. ἀόρ. ἀπεβλίσατο, πιθ. γραφ. ἐν Ἀνθ. Π. 7. 34. - Πρβλ. Ρουγκ. Τίμ. ἐν λ. βλίττειν , ἴδε καὶ ὑποβλίσσω.
French (Bailly abrégé)
ao. ἀπέβλισα;
exprimer, faire sortir en pressant;
Moy. ἀποβλίττομαι m. sign.
Étymologie: ἀπό, βλίττω.
Spanish (DGE)
recoger miel de un panal Hsch.
•fig. robar θοἰμάτιόν μου Ar.Au.498.
Greek Monolingual
ἀποβλίττω (Α)
παίρνω την κερήθρα απ' την κυψέλη, κλέβω.
Greek Monotonic
ἀποβλίττω: μέλ. -βλίσω [ῐ], αποκόπτω την κηρήθρα από την κυψέλη· εξού, κλέβω, υφαρπάζω, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
ἀποβλίττω: досл. вырезывать пчелиные соты, перен. выкрадывать, воровать (τι Arph.; med. Anth.).