ἀποπυνθάνομαι: Difference between revisions
τούτου μὲν τοῦ ἀνθρώπου ἐγὼ σοφώτερός εἰμι → I am wiser than this man
(3) |
(1) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀποπυνθάνομαι:''' μέλ. -[[πεύσομαι]], αποθ., [[ερευνώ]] ή [[ερωτώ]] να πληροφορηθώ για, [[ἀποπυνθάνομαι]] ([[αὐτοῦ]]) <i>εἰ..</i>., τον ρώτησα να μάθω αν..., σε Ηρόδ. | |lsmtext='''ἀποπυνθάνομαι:''' μέλ. -[[πεύσομαι]], αποθ., [[ερευνώ]] ή [[ερωτώ]] να πληροφορηθώ για, [[ἀποπυνθάνομαι]] ([[αὐτοῦ]]) <i>εἰ..</i>., τον ρώτησα να μάθω αν..., σε Ηρόδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀποπυνθάνομαι:''' разведывать, разузнавать Her. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:12, 31 December 2018
English (LSJ)
A inquire or ask of, ἀ. [αὐτοῦ] εἰ .. asked of him whether... Hdt.3.154; παρά τινος J,AJ12.4.9.
German (Pape)
[Seite 321] (s. πυνθάνομαι), ausfragen, ausforschen, Her. 3, 154; sequ. εἰ und ἀπό τινος Epictet.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποπυνθάνομαι: μέλλ. πεύσομαι: ἀποθ.: - ἐρωτῶ περί τινος, ἐρωτῶ ἵνα μάθω, προσελθὼν Δαρείῳ ἀπεπυνθάνετο, εἰ περὶ πολλοῦ κάρτα ποιέεται τὴν Βαβυλῶνα ἑλεῖν Ἡρόδ. 3. 154.
French (Bailly abrégé)
s’informer.
Étymologie: ἀπό, πυνθάνομαι.
Spanish (DGE)
informarse de c. subord. complet. ἀπεπυνθάνετο εἰ ... ποιέεται Hdt.3.154, παρὰ δὲ τῶν οἰκετῶν ἀπεπυνθάνετο τί μέλλουσιν διδόναι I.AI 12.215 (cód.).
Greek Monolingual
ἀποπυνθάνομαι (Α)
ρωτώ να μάθω.
Greek Monotonic
ἀποπυνθάνομαι: μέλ. -πεύσομαι, αποθ., ερευνώ ή ερωτώ να πληροφορηθώ για, ἀποπυνθάνομαι (αὐτοῦ) εἰ..., τον ρώτησα να μάθω αν..., σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
ἀποπυνθάνομαι: разведывать, разузнавать Her.