ἀροτροπόνος: Difference between revisions

From LSJ

οὐ γὰρ πράξιν ἀγαθὴν, ἀλλὰ καὶ εὖ ποεῖν αὐτὴν → it does not suffice to do good–one must do it well

Source
(3)
(1b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀροτροπόνος:''' -ον, αυτός που δουλεύει μαζί με [[άροτρο]], σε Ανθ.
|lsmtext='''ἀροτροπόνος:''' -ον, αυτός που δουλεύει μαζί με [[άροτρο]], σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀροτροπόνος:''' пашущий землю (ζεῦγλαι Anth.).
}}
}}

Revision as of 17:16, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀροτροπόνος Medium diacritics: ἀροτροπόνος Low diacritics: αροτροπόνος Capitals: ΑΡΟΤΡΟΠΟΝΟΣ
Transliteration A: arotropónos Transliteration B: arotroponos Transliteration C: arotroponos Beta Code: a)rotropo/nos

English (LSJ)

[ᾰ], ον,

   A working with the plough, AP9.274 (Phil.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀροτροπόνος: -ον, ὁ μετὰ τοῦ ἀρότρου συμπονῶν, συνεργαζόμενος, ἀροτροπόνους ζεύγλας Ἀνθ. Π. 9. 274.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui travaille avec la charrue.
Étymologie: ἄροτρον, πένομαι.

Spanish (DGE)

-ον

• Prosodia: [ᾰ-]
que trabaja con el arado ζεῦγλαι AP 9.274 (Phil.).

Greek Monotonic

ἀροτροπόνος: -ον, αυτός που δουλεύει μαζί με άροτρο, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ἀροτροπόνος: пашущий землю (ζεῦγλαι Anth.).