ἄσκαλος: Difference between revisions
Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → But for extreme illnesses, extreme remedies, applied with severe exactitude, are the best (Hippocrates, Aphorism 6)
(3) |
(1b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἄσκᾰλος:''' -ον ([[σκάλλω]]), αυτός που δεν έχει σκαλιστεί, άσκαφτος, σε Θεόκρ. | |lsmtext='''ἄσκᾰλος:''' -ον ([[σκάλλω]]), αυτός που δεν έχει σκαλιστεί, άσκαφτος, σε Θεόκρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἄσκᾰλος:''' невзрытый, невскопанный (ἄσκαλα πάντα Theocr.). | |||
}} | }} |
Revision as of 17:20, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A = ἀσκάλευτος, Theoc.10.14:—also ἄσκαλτος, ον, Hsch.
German (Pape)
[Seite 370] = folgdm, Theocr. 10, 14.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
non foui, non creusé.
Étymologie: ἀ, σκάλλω.
Spanish (DGE)
-ον
agr. no escardado τὰ πρὸ θυρᾶν μοι ἀπὸ σπόρω ἄσκαλα πάντα Theoc.10.14, cf. Sch.Theoc.ad loc., ἄσκαλα· ἀκάθαρτα Hsch.
•fig. prob. de la juventud no trabajado ἄ. αἰών Orác. en IEphesos 1252.7 (II d.C.).
Greek Monolingual
ἄσκαλος και ἄσκαλτος, -ον (Α)
ο ασκάλιστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + σκάλλω «σκαλίζω»].
Greek Monotonic
ἄσκᾰλος: -ον (σκάλλω), αυτός που δεν έχει σκαλιστεί, άσκαφτος, σε Θεόκρ.
Russian (Dvoretsky)
ἄσκᾰλος: невзрытый, невскопанный (ἄσκαλα πάντα Theocr.).