ἀρτίδροπος: Difference between revisions

From LSJ

μὴ κακὸν εὖ ἔρξῃς· σπείρειν ἴσον ἔστ' ἐνὶ πόντῳ → do no good to a bad man; it is like sowing in the sea

Source
(3)
(1b)
Line 15: Line 15:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀρτίδροπος:''' -ον ([[ἄρτιος]], [[δρέπω]]), αυτός που κόπηκε, που συλλέχθηκε [[πριν]] λίγο, ο τρυφερής ηλικίας, σε Αισχύλ.· σε άλλους, ἀρτί-τροπος, <i>-ον</i> ([[ἄρτι]], [[τρόπος]]), ακριβώς στην [[ηλικία]], αυτός που βρίσκεται στην [[ηλικία]] γάμου.
|lsmtext='''ἀρτίδροπος:''' -ον ([[ἄρτιος]], [[δρέπω]]), αυτός που κόπηκε, που συλλέχθηκε [[πριν]] λίγο, ο τρυφερής ηλικίας, σε Αισχύλ.· σε άλλους, ἀρτί-τροπος, <i>-ον</i> ([[ἄρτι]], [[τρόπος]]), ακριβώς στην [[ηλικία]], αυτός που βρίσκεται στην [[ηλικία]] γάμου.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀρτίδροπος:''' досл. недавно сорванный, перен. обесчещенный (Aesch. - v. l. [[ἀρτίτροπος]]).
}}
}}

Revision as of 17:20, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀρτίδροπος Medium diacritics: ἀρτίδροπος Low diacritics: αρτίδροπος Capitals: ΑΡΤΙΔΡΟΠΟΣ
Transliteration A: artídropos Transliteration B: artidropos Transliteration C: artidropos Beta Code: a)rti/dropos

English (LSJ)

ον, = foreg.,

   A v. ἀρτίτροπος.

Spanish (DGE)

-ον
cogido en flor, tierno A.Th.333 (cód.), cf. Eust.Op.335.28.

Greek Monotonic

ἀρτίδροπος: -ον (ἄρτιος, δρέπω), αυτός που κόπηκε, που συλλέχθηκε πριν λίγο, ο τρυφερής ηλικίας, σε Αισχύλ.· σε άλλους, ἀρτί-τροπος, -ον (ἄρτι, τρόπος), ακριβώς στην ηλικία, αυτός που βρίσκεται στην ηλικία γάμου.

Russian (Dvoretsky)

ἀρτίδροπος: досл. недавно сорванный, перен. обесчещенный (Aesch. - v. l. ἀρτίτροπος).